United States or Bolivia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και είπε ο Αγαπημένος: — Τι χρειάζεται η Άνοιξη στην αγάπη μας; Όλα τα χρώματα του κάμπου, όλα τα παιγνιδίσματα των κλώνων κι’ όλες οι ευωδιές των λουλουδιών είναι ταιριασμένα απάνω στην αγαπημένη μου. Λίγη μαλακιά χλόη μας φθάνει για κρεββάτι μας. Κι' ο Θεός άκουσε τα λόγια του Αγαπημένου.

Χαρές που θα κάνη η Κυρία Ουρανία!-να το δης που θε νάρθη μονάχη της να σ’ ευχαριστήση, γιατί το λυπήθηκε πολύ που δεν ήρθε, εξ αιτίας των λουλουδιών. . . Έλα Κυρ Νίκο μου, άιντε Λιόλια παιδί μου, τ’ είσ’ έτσι νερόβραστη σήμερα !; Πάρ' το σαλάκι σου για το κεφάλι- δε θες καπέλλο. . .Μα να μου φέρετε όμορφα λουλούδια, για να ευχαριστηθή η Κυρία Ουρανία. . θέλει λέει και μερικά με το χώμα- «πάνε μόνες» τα λένε να τα βάλη στα πιάτα. . . Χωρίς να μιλήση ο Νίκος, πήρε το καπέλλο του απ' το καρφί που το κρέμαγε πάντα. . και πήγε κατά την πόρτα . . . Η Λιόλια, με το πρόσωπο γυρισμένο απ’ την άλλη μεριά, τίναξε τις κλωστές απ' την ποδίτσα της κ' έβγαλε κι ακκούμπησε τα κλειδιά πάνω στον κομμό. . έπειτα φόρεσε άλλο ένα σκούρο πολκάκι αποπάνω και πήρε και το σαλάκι της το ροζ στο χέρι.

Όλα ήσαν χαρούμενα και γελαστά μέσα στο μεγάλο περιβόλι και μόνο η ωραία βασίλισσα είχε τον πόνο της, ανάμεσα στην ξένη χαρά, και τα δάκρυά της έσταζαν σαν δροσιά απάνω στα φύλλα των λουλουδιών. Τα δένδρα και τα λουλούδια ήξεραν τον πόνο της. Οι λίμνες και τα ποταμάκια γνώριζαν τον καϋμό της.

Αλλά μαζί με τη λάμψη και τη δροσερή ανάσα των λουλουδιών χύθηκε και σα μια θλίψη βαθειά ολόγυρα.

Τον εσπλαχνίστηκε από τα παρακάλια του ο Άστυλος κι αφού μπήκε στο περιβόλι κ' είδε τον αφανισμό των λουλουδιών, είπεν ότι θα παρακαλέση τον πατέρα του και θα ρίξη το βάρος στ' άλογα, που σαν τάδεσαν εκεί, έκαμαν τη συφορά κι άλλα ετσάκισαν, άλλα τα ετσαλαπάτησαν κι άλλα τα ξερρίζωσαν, αφού λύθηκαν.

Νομίζω πως κ' η γυναίκα μου, ένα διάστημα τουλάχιστο, μοιραζότανε το αίστημά μου. Γιατί από κείνη χυνότανε αυτός ο αδιάκοπος χείμαρρος της ευδαιμονίας. Είχε γυρίσει αλήθεια στη ζωή, αιστανότανε τον εαυτό της καλά, ζούσε κάτω από μεγάλα παλιά δέντρα και μέσα σ' ένα πλήθος λουλουδιών. Είχε όλους μας τριγύρω της και τίποτε δεν ενοχλούσε τη γαλήνη της.

Άλλαξε τ' αναστέναγμα, τ' αγέρα μέστα δέντρα, Άλλαξαν κ' η μοσχοβολιαίς των λουλουδιών για εμένα Άλλαξε της Αυγής το φως, της νύχτας το σκοτάδι, Άλλαξαν τη φεγγοβολιά, τ' αστέρια, το φεγγάρι, Κ' η κόρη απ' τότες άλλαξετα βάθηα της καρδιάς μου, Κ' εκείνη η αγάπη η παιδιακή, πούχα γι' αυτήν, η αθώα Έγεινε αγάπη της καρδιάς κι' όλο τον νου μου αγάπη· Απ' τότες άλλαξες και συ, φλογέρα μου, τον ήχο.

Ναι, στο φωτεινό μονοπάτι διαγραφόταν ακόμη και η σκιά των λουλουδιών. Τα φύλλα από τις φραγκοσυκιές είχαν τ’ αγκάθια τους στη σκιά, και όπου το νερό ήταν στάσιμο, κάτω στο ποτάμι, αντικαθρεφτίζονταν τ’ αστέρια. Να όμως μια σκιά που κινείται πίσω από την αιμασιά, ανάμεσα στα σκλήθρα. Είναι ένα ασουλούπωτο ζώο, μαύρο, με ασημένια πόδια: τρίζει επάνω στην άμμο, σταματά.