Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Εάν ο Βινίκιος δεν επρότεινε να παραλάβη ειμή μόνον αυτήν, εκείνη πιθανώς θα ανθίστατο εις τον πειρασμόν, μη θέλουσα ποσώς να καταλίπη τον Απόστολον και τον Λίνον. Αλλ' ο Βινίκιος είπεν: «Έλθετε μαζί μου, τα κτήματά μου είναι κτήματά σας, αι οικίαι μου, οικίαι σας!» Και η Λίγεια έκυψε διά να ασπασθή την χείρα του και εψιθύρισεν: — Η εστία σου θα είναι εστία μου.
Δεν ήτο αρκετόν δι' αυτόν ότι ο Ιησούς υπέφερεν, ώστε το δύστηνον πλάσμα να Του ασπασθή και να Του αρωματίση τους πόδας, χωρίς να λαλήση προς αυτήν ουδέ λέξιν ενθαρύνσεως ακόμη. Εάν ήτο προφήτης, έπρεπε να γνωρίση ποίου είδους γυνή ήτο αύτη· και αν εγνώριζε, θα την απώθει μετ' αγανακτήσεως, ως θα έπραττε και ο Σίμων αυτός. Η απλή πρόσψαυσίς της απήτει επίσημον κάθαρσιν.
Γέρων μάλιστα ποιμήν θελήσας ν' ασπασθή, ο ειθισμένος αυτός εις του βουνού τας καλλιμύρους αύρας, κατελήφθη υπό ζωηρού πταρνίσματος, ενοχληθείσης υπό του βαρέος εκείνου μύρου της ρινός του ως εάν είχε λάβει ταμβάκον.
Ορμά τότε ο λέων όπως κατασπαράξη το θύμα του και χορτάση την πείναν του· αλλ' άμα πλησιάσας τον Ανδροκλήν, παρατηρεί αυτόν μετά προσοχής, οπισθοδρομεί, καταπραΰνει το άγριον ύφος του, και μετ' ολίγον πλησιάζει πάλιν αυτόν, ουχί πλέον διά να κατασπαράξη, αλλά διά να ασπασθη τον παλαιόν του φίλον και ευεργέτην. Οι θεαταί δικαίως εκπλήττονται ενώπιον του παραδόξου τούτου θεάματος.
Αλλ' εκεί που έβλεπε, της εφάνη ότι δεν ήτο θάλασσα τάχα, αλλά καθρέπτης, ένας ολόλαμπρος γυαλιστερός καθρέπτης, και βλέπουσα εν αυτώ, αντί να ίδη τάχα το πρόσωπόν της, έβλεπε το πρόσωπον του υιού της, εν ωραία ανδρική όψει μειδιώντος και θέλοντος να την ασπασθή. Ω λογισμοί έκφρονες της πολύ αγαπώσης μητρός!
Και εκάγχασε θορυβωδώς εις μόνην την σκέψιν, ότι θα ήτο δυνατόν να ασπασθή το κήρυγμα των αλιέων της Γαλιλαίας. Ο θεράπων ανήγγειλε την Ευνίκην και ευθύς παρετέθη το δείπνον. Ο Βινίκιος εις την τράπεζαν διηγήθη εις τον Πετρώνιον την επίσκεψιν του Χίλωνος. — Η ιδέα ήτο καλή, είπεν ο Πετρώνιος, κρινομένη εκ των υστέρων.
Ο Φρουμέντιος επορεύθη μετά της Ιωάννας ν' ασπασθή τας χείρας του καλού Επισκόπου. Οι τότε περιηγηταί, άμα έφθανον εις ξένην πόλιν, εζήτουν την κατοικίαν του Αρχιερέως, ως σήμερον το Προξενείον.
Η τελευταία αύτη φωνή διέκοψε της θειας Μυγδαλίτσας το ευφρόσυνον όνειρον· και εκεί που ηθέλησε ν' ασπασθή τάχα την εν τω καθρέπτη του υιού της εικόνα, ευρέθη έχουσα τα χείλη σεπτώς προσκολλημένα επί του εν τη Εικόνι της εκκλησίας ζωγραφιστού μικρού Παιδίου, του γεννηθέντος Ιησού, προ του οποίου γονατισμένη είχεν ιδή το όνειρον. — Έλα, θεια Μυγδαλίτσα, επανέλαβε πάλιν ο παις.
Τέλος εφόρεσε τα καλά της και ήλθε, φέρουσα την μαύρην μανδήλαν της χηρείας της, επιφυλαχθείσα να φορέση χρωματιστήν «πολίτικην» την στιγμήν μόνον που ήθελεν ασπασθή τα στέφανα. Ήλθε και η ανδραδέλφη της κ' εστάθη υψηλή, σιμά εις την τέμπλαν, άλλη τέμπλα έμψυχος αυτή, πλατεία, ακίνητος, στολισμένη ως νύμφη. Διότι η τέμπλα δεν είνε να λείψη από την αίθουσαν όπου θα τελεσθή ο γάμος.
Τους νεκρούς! Ιδού η σκέψις η οποία τον εβασάνιζε, το νέφος του οποίου η σκιά εμαύριζε τον φαιδρόν άλλως ορίζοντα του βίου του. Ο τρόμος του θανάτου τον κατείχεν αφότου τον έφερον, μικρόν έτι, ν' ασπασθή τα κλειστά ψυχρά βλέφαρα του νεκρού πατρός του. Αληθώς παρευρέθη εις πολλάς κηδείας έκτοτε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν