Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025


Δεν ξεύρω τι έπαθες, μικρέ μου. — Αλλ' αύτη δεν είνε εδώ, είπε παραπονετικώς ο Μάχτος. — Και σαν δεν είνε, θάρθη. — Πότε θάρθη; — Το γρηγορώτερο. — Και σαν δεν έρθη; — Πώς γίνεται να μην έρθη; — Ξεύρεις καμμιά φορά. Ωχ, μάννα μου, θαποθάνω... Και κατενεχθείς επί του εδάφους, ήρχισε να κλαίη με αληθή δάκρυα. — Σε καλό σου, μικρό μου, είπεν η Γύφτισσα υπέρ την κεφαλήν αυτού. Τι έχεις;

Πες τε μου μην ακούσατε, μην εμάθατε, μην είδατε το γιατί; Ωχ, Θεούλη μου! Και να πάη εκεί, να συνέμπη στην αμάχη μας, να δώκη συντρομή στον οχτρό μου! Τόσα σπίτια στο χωριό και διάλεξε το σίχαμα! Γιατί; σε τι του φταίξαμε ; Ποιος το πίκρανε; ποιος τ' ασκημομίλησε.

ΧΟΡΟΣ Είναι βαρειά η συμφορά και όμως. ΑΔΜΗΤΟΣ Ωχ, ωιμένα! ΧΟΡΟΣ Κάμε ολίγη υπομονή, δεν είσαι συ ο πρώτος...... ΑΔΜΗΤΟΣ Ωχ! ΧΟΡΟΣ ...,. Που χάνεις τη γυναίκα σου. Όλοι οι θνητοί υποφέρουν, ο ένας μία συμφορά, ο άλλος πάλιν άλλην! ΑΔΜΗΤΟΣ Ω λύπες αλησμόνητες, και πένθη μας για εκείνους που αγαπημένους είχαμε και που η γη τους πήρε.

Πού είναι τώρα;... Πώς; Δεν θα καθαρίσουν ποτέ αυτά τα χέρια; Μη Μάκβεθ, Μη! Χαλνούν τα πάντα με αυτούς σου τους τρόμους. ΙΑΤΡΟΣ Ακούεις! Ακούεις! Έμαθες όσα δεν έπρεπε να γνωρίζης! ΘΑΛΑΜΗΠΟΛΟΣ Αυτή είπεν όσα δεν έπρεπε! Τα πόσα ηξεύρει, ο Θεός το γνωρίζει! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Μυρίζει ακόμη το αίμα! Όλα τα αρώματα της Αραβίας δεν ημπορούν πλέον να μοσχομυρίσουν αυτό το χεράκι! Ωχ! Ωχ Ωχ!

Είμαι τόσον λεπτή, ώστε μήτε η μητέρα μου δεν ημπορεί να με διακρίνη! Μίαν ημέραν δύο παιδιά του δρόμου ήλθαν και εσκάλιζαν εις το αυλάκι, όπου εύρισκαν πότε καρφία, πότε κανέν χάλκινον νόμισμα. — Ωχ! εφώναξε το έν παιδί, διότι η σακκορράφα του εκέντησε το δάκτυλον. Να μία σπασμένη βελόνη. — Με συμπάθειον, είπεν η σακκορράφα. Είμαι καρφίτσα! Αλλά δεν την ήκουσαν τα παιδιά.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Έκαμ' άδικο και τι; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Όχι• αλλά εδώ μέσα όλοι μπαίνουνε γδυτοί. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μα εγώ δεν θα μπω μέσα για να κάνω και κλοπές. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Άφησε της φλυαρίες κ' έλα γδύσου. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Με τον Χαιρεφώντα εκείνο απαράλλακτος θα γίνης. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ωχ! ο κακομοιριασμένος! θάβγω μισοπεθαμένος! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Σώπα κι' ακολούθησέ με γρήγορααυτά τα μέρη.

Κ' είχα ένα φόβο, μιαν υποψία . . . έλεγα ναφήσω το βοτάνισμα, νάρθω, να τρέξω, στον μπαχτσέ 'πίσω . . . Κ' έλεγα, ο εξαποδώ κάτι μου σκαρώνει, κάτι μου μαγειρεύει . . . Και δε μούκανε καρδιά, ναφήσω τη δουλειά, το έρμο! Ωχ! δίκηο έχεις, ό,τι και να πης, χριστιανή μου. Αχ! αχ! τι αμαρτίες!

Δεν είνε άλλος Θεός παρά ο Θεός· ο Ισμαήλ είνε η θυσία του Θεού». Εγώ δεν είχα καλώς τελειώσει αυτά τα λόγια, και η πόρτα ευθύς άνοιξεν. Ωχ, εδώ δεν ηξεύρω να εύρω τρόπους, που να ημπορέσω να σας περιγράψω καταλεπτώς και να ειπώ τα πράγματα που εκεί είδα.

Σκούπισε τα δάκρυά του με την απαλάμη και, σα μεθυσμένος απ' το μεράκι του, σήκωσε πάλι μια φωνή γλυκειά και κρουσταλλένια: «Ωχ! Αγγελικούλα μουΌλοι κλαίγανε τώρα. Γιατί κλαίγανε κι' αυτοί δεν το ξέρανε. Το μεγάλο τετράγωνο φανάρι είχε σβύσει ανάμεσα στα κλαδιά.

Μετά έν έτος ο Στεφανάκης, ο αρραβωνιαστικός του Χρυσού, νέος τριάκοντα ετών, ναυτικός κατά πρώτον και ήδη διατηρών καφενείον, ως ακινδυνωδέστερον στάδιον του βίου, ήρχισε τα κακιώματα και τας αναβολάς του γάμου, αφού είχεν έμβη πλέον μέσα εις το σπίτι του κοριτσιού. Ωχ και να ιδής τότε φείδια που την έζωναν την Μιλάχρω. Φλόγες καυστικώτεραι από τας φλόγας του φούρνου έψηνον το πρόσωπόν της.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν