Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025


Μέσ' 'ς τα κλαριά του ανάμεσα ασπρούδιζε η μορφή του, Είχε καμπάνα 'ς τ' ώμορφο 'ψηλό καμπαναριό του, Κάθε διαβάτης έκαμνε περνώντας το σταυρό του· Νυχτόημερα το φώτιζαν τότες χρυσά καντήλια, Ασημωμέναις έλαμπαν η 'λίγαις του εικόνες, Και γέροντας καλόγηρος ανάδευετα χείλια Πότε τροπάρια και ψαλμούς, πότε γλυκούς κανόνες, Και πότε τ' αργυρόχρυσο κουνώντας θυμιατό του Μ' ευλάβεια του θυμιάτιζε το θόλο τον κυρτό του.

Ο γέρος ο βασιλιάς του χάιδεψε με τα γέρικα δάκτυλά του τα χρυσά μαλλιά και του είπε : — Άκουσε, παιδί μου. Πέταξε το τουφέκι σου σε μια γωνιά, βγάλε τα ρούχα σου τα σκονισμένα και τα ταπεινά και φόρα τα χρυσά και τα βελούδα σου. Σήμερα είναι μεγάλη γιορτή στο παλάτι μας.

Ο Κουλούφ ευθύς επήκουσεν εις αυτόν τον ορισμόν, και εκίνησε με τον αρχηγόν, καβαλλικεύοντας ένα άλογον πολλά εύμορφον και στολισμένον με χρυσά άρματα, που ο Βασιλεύς τού το έστειλεν επιταυτού διά να τον τιμήση.

Κι' ιδού ευθύς θαμβώνουν τα ιδικά σας μάτια Των Ατρειδών τα τόσα περίφημα παλάτια, Κουμπιά, σπαθιά, ασπίδες, κρατήρες χρυσωμένοι, Χρυσά ποτήρια, στάμναις, καζάνια κι' ένα κτένι, Που έκαμνε χορίστρα Μ' αυτό η Κλυταιμνήστρα.

Ήταν αυτά ένας βασιλέας και μία βασίλισσα, οποίοι εφορούσαν εις τας κεφάλας κορώνες από διαμάντια· και εφαίνονταν πως ήτον ωσάν αποκοιμισμένοι, εις των οποίων τους πόδας εκρέμονταν μια ταύλα από έβενον με γράμματα χρυσά, που έλεγαν ούτως·

Τελειώνοντάς με τούτον τον τρόπον του πέμπτου ταξειδιού την διήγησιν ο Σεβάχ Θαλάσσιος, επρόσταξε να δώσουν άλλα εκατόν φλωριά χρυσά του βαστάζου, ο οποίος ανεχώρησεν ομού με τους άλλους φίλους.

Αυθέντα, δεν ημπορείς να μου κάμης την χάριν να έλθης αύριον να γευθούμε μαζί; Μετά πάσης χαράς του απεκρίθηκα εγώ· δεν θέλω λείψει που να έλθω να λάβω αυτήν την τιμήν. Εχάρη ο Ναμαράς διά το τάξιμον που του έκαμα, και ύστερον αποχαιρετώντας τον εγύρισα με τα μεταξωτά τα χρυσά εις το σπήτι μου.

Και στον Άι-Γεώργην, όπου αι τόσαι νύμφαι του χωρίου ελιτάνευον στολισμέναι με τα πεποικιλμένα μανίκια, τας μεταξωτάς ποδίας και τα χρυσά ποδογύριά των, ερχόμεναι άλλαι με της βάρκες και άλλαι διά ξηράς. Και εις τα Πέντ' Αδέλφια, όπου τα αγκαλιασμένα γηραιά δένδρα καλύπτουν την βρύσιν και στεγάζουν τον πενιχρόν ναόν με το θεσπέσιον άλσος των.

Είνε τέλος μέταλλον πολύτιμον, φρουρούμενον από τα ευτελέστερα· χρυσός, φυλαττόμενος από σίδηρον και από τ ε ν ε κ έ δ ε ς. Και το Φάσμα ήνοιξε βραδέως του κιβωτίου το πώμα κάτωθεν δε αυτού απήστραψαν νομίσματα χρυσά. — Κλέψε τώρα εξ αυτών, λέγει, εκατόν δραχμάς. Έκλεψα εκατόν δραχμάς· αλλά μόλις απεμακρύνθην, ήκουσα φωνάς όπισθεν μου να λέγουν: — Ο άτιμος. . . ο άτιμος!. . .

Προχωρούμε ολοένα σκαρφαλώνοντας στη θαυμάσια σκάλα και ταστέρια γίνονται μεγαλύτερα απ' ό,τι συνήθως είναι, και το άσμα των βασιλιάδων αδυνατίζει και τέλος φτάνουμε στα εφτά χρυσά δέντρα και τον κήπο του Επιγείου Παραδείσου.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν