Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025


Ο εισερχόμενος εις την εν Άθωνι Βασιλικήν Μονήν των Ιβήρων, διά της μεγάλης ωσάν φρουρίου μεσαιωνικού Πόρτας αυτής, ευρίσκεται αμέσως, μετά ολίγα βήματα, ενώπιον κομψού Παρεκκλησίου, πάντοτε ανοικτού, ημέραν και νύκτα, όπου ο τακτικός αυτού προσμονάριος, διαβάζει αδιαλείπτως παρακλήσεις των ξένων ιδίως εκ Μακεδονίας προσκυνητών, ενώπιον μιας παμμαγίστης καταστολίστου Εικόνος, ης μόνον τα εικονιζόμενα πρόσωπα διακρίνονται από τα πλούσια χρυσά και αργυρά αναθήματα παντοειδών σχημάτων οπού αναρίθμητα την κατακαλύπτουν ολόκληρον.

Αχάριστοι, ταράζετε την ώρα που ο αφέντης σας ζητά ν' αναπαυθή· για σας κοπιάζει τόσα χρόνια τώρα, για να κάμη τη χώρα σας τρανή. Ντροπή, λαέ! τι θέλεις συναγμένος—; Στου παλατιού την έξω πόρτα ορθός έτσι έκραξε ένας στα χρυσά ντυμένος. «Ψωμί, ψωμί», τον έκοψε ο λαός.

Στροφή Α Ω φιλτάτη πατρίς, Ω θαυμασία νήσος, Ζάκυνθε· συ μου έδωκας Την πνοήν, και του Απόλλωνος Τα χρυσά δώρα! Και συ τον ύμνον δέξου· Εχθαίρουσιν οι Αθάνατοι Την ψυχήν, και βροντάουσιν Επί τας κεφαλάς Των αχαρίστων. Ποτέ δεν σε ελησμόνησα, Ποτέ·Και η τύχη μ' έρριψε Μακρά από σε· με είδε Το πέμπτον του αιώνος Εις ξένα έθνη

Τότε ο βεζύρης κράζει τον ψαράν κατά μέρος, και του εμέτρησε πεντακόσια χρυσά φλωρία. Εις τον ψαράν, που ποτέ του δεν είχεν ιδεί τόσην ποσότητα εις την εξουσίαν του, το πράγμα εφαίνετο όνειρον αλλ' εβεβαιώθη μετέπειτα, όταν εξωδίαζε με ελευθερίαν διά τας ανάγκας της φαμελιάς του. Αφίνοντας εδώ τον ψαράν θέλω αφηγηθή το τι συνέβη εις τον αρχιμάγειρον εκείνου του βασιλέως.

Εκείνος δε απεκρίθη· «Ω γύναι, εκείνο το οποίον είδα και ήκουσα εις την πόλιν, είθε να μη συνέβαινεν εις τους δεσπότας μας ! Όλος ο οίκος του Αρπάγου ήτο πλήρης κλαυθμών, εγώ δε εισήλθον εκπεπληγμένος. Άμα εισήλθον, είδον παιδίον κειτόμενον χαμαί, ασπαίρον και φωνάζον· ήτο εστολισμένον με χρυσά και εφόρει ένδυμα ποικιλοχρώματον.

Από μακριά τη χαιρετάει κι από μακριά της λέει· "Περβάτησ', Αρετούλα μου, κ' η μάννα μας σε θέλει.„ "Αλλοίμον, αδερφάκι μου, και τι' νε τούτ' η ώρα! Ανίσως κ' είνε για χαρά, να βάλω τα χρυσά μου, Κι αν είνε πίκρα, πες μου το, νάρθω καταπώς είμαι.„ "Περβάτησ', Αρετούλα μου, κ' έλα καταπώς είσαι.„

Είχα την πεποίθησιν ότι θ' ανεύρω τους δύο σάκκους, και εσυλλογιζόμην πώς θα πωλήσω τα χρυσά και αργυρά σκεύη, σχεδιάζων πώς διά του προϊόντος αυτών θα μεταβώ μετά της οικογενείας μου εις Ιταλίαν,― εις Αγγλίαν ίσως,― και οποίου είδους εμπόριον εκεί θα διοργανίσω, η δε φαντασία μου έπλαττεν εικόνας μελλούσης επιτυχίας.

Ας έπεφτε ο γέρως, να διαλυθή η βουλή, και θάβλεπες τον Σπύροτην Πάτρα, 'ς την σταφίδα να γυρίση πίσω με χρυσά ωρολόγια. Γυνή ήτο, αδελφή του ήτο, ευσπλαγχνική φύσις ήτο. Η Αρφανούλα εκάμφθη.

Και μετά ολίγας ημέρας με καιρόν αρμόδιον, αράξαμεν εις διάφορα νησιά, εις τα οποία επούλησα όλα εκείνα τα χρυσά φορέματα, ομοίως και πολλά πετράδια και μαργαριτάρια, και άλλα τα άλλαξα με άλλας πραγματείας, εις βαθμόν που όταν μετά τρεις μήνας εφθάσαμεν εις Βαβυλώνα, εγώ είχα κερδίσει ένα μεγάλον θησαυρόν.

Την ευτυχία αυτή την απόχτησα, την απόχτησα όπως την αποχτά ένας μόνο μες τους χίλιους, μα ο θάνατος, που δεν ήθελα να τονέ στοχαστώ ποτέ, ήρθε και κρύφτηκε αόρατος πίσω μου. Μου πήρε το μικρό μου αγόρι με ταγγελικά μάτια και τα χρυσά μαλλιά.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν