Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025


Αλλ' αντί να παραδίδεται εις ματαίας μόνον ονειροπολήσεις, ειργάζετο νυχθημερόν υπέρ της ανυψώσεώς της, κολακεύουσα τους ισχυρούς, διδάσκουσα, συγγράφουσα και στιχουργούσα ύμνους εις τον Χριστόν και τον Πάπαν διά ρυθμικών ομοιοκαταλήκτων στίχων, τους οποίους πρώτη εκείνη εισήγαγεν εις Ιταλίαν.

Ο Χίλων απεκρίθη: — Δεν δύναμαι, αυθέντα! Η μανία εκόχλαζεν εις την ψυχήν του Τιγγελίνου, αλλ' ούτος συνεκρατήθη ακόμη. — Είδες πώς αποθνήσκουν οι χριστιανοί; θέλεις να αποθάνης και συ όπως και εκείνοι; Ο γέρων ύψωσε προς στιγμήν το ωχρόν πρόσωπόν του· προς στιγμήν τα χείλη του εκινήθησαν εν σιωπή, έπειτα δε είπε: — Και εγώ πιστεύω εις τον Χριστόν! . . . Ο Τιγγελίνος τον παρετήρησεν εμβρόντητος.

Αλλ' αγαπώ τον Χριστόν και θέλω να είμαι θεράπων του, και επειδή εδώ πρόκειται περί πράγματος πολυτιμοτέρου από την ζωήν μου, γονυπετώ ενώπιόν σας και ομνύω ότι και εγώ θα εκτελέσω την εντολήν της αγάπης και δεν θα εγκαταλείψω ποσώς τους αδελφούς μου κατά την ημέραν της συμφοράς!

Αλλ' ο δειλός Ραββίς και η πλάνης γυνή έδειξαν αρκετήν πίστιν ώστε να εμβλέψωσι βαθύτερον εις τους λόγους Του, και ταπεινώς να ζητήσωσι την έννοιάν των, και ούτω να οδηγηθώσιν εις την αλήθειαν. Ουχ ούτως οι ακροαταί ούτοι. Ο Θεός τους είχεν ελκύσει προς τον Χριστόν, και ούτοι απέρριψαν την δωρεάν Του.

Γλυκύς ζέφυρος εφύσα εις τους πελωρίους πλατάνους, τριγύρω εις την μεγάλην δίκρουνον βρύσιν, όπου εκελάρυζε τα νερά της στ' αυλάκια, το ρέμμα-ρέμμα τον κατήφορον. Έκαμα τον σταυρόν μου, έξωθεν του παραθύρου, εις το γλυκύ φως των κανδηλίων, όπου έφεγγον εμπρός εις τον Χριστόν και την Παναγίαν και τον Πρόδρομον και τον Προφήτην Ηλίαν, με την μάχαιραν και με την μηλωτήν.

Ο είς εξ αυτών ηθέλησε δια να ξύση τον ασβέστη και παράλυσε από το ένα μέρος Κύριε σώσον! έλεγεν η θεια Ελέγκω κ’ η Λιόλια έπεφτε απάνω της μ’ ανατριχίλες κ’ έρριχνε φοβισμένες ματιές στους άσπρους τοίχους. . . Έχει πολύ μεγάλους Αγίους η εκκλησία μας ! είπε ο εκκλησιάρης, με κατάνυξη. . . και μη θαρρήτε πως επειδή δεν φαίνονται κάτω από τον ασβέστη δεν υπάρχουν εδώ εις τον ναόν πανταχού παρών και τα πάντα πληρών, δεν θέλουν δια να βλέπουν τας κακίας των ανθρώπων και αποστρέφονται από τα όμματα των Βεβήλων του κόσμου. . . Όταν έρχεται λείψανο σεβάσμιο, κανένα γεροντάκι εν αρετή βιώσας καλοσύνες εν ονόματι Κυρίου ή γυναίκα κάνοντας οβολόν της χήρας στους φτωχούς ή που στεφανώνεται καμμιά τίμια κόρη Παρθένος του Χριστού, τότε ο ασβέστης στους τοίχους γίνεται ανάριος-ανάριος και φαίνονται τα μάτια των Αγίων ωσεί αστέρες του στερεώματος και τα χέρια τους ωσάν κρίνα του αγρού που ευλογούν. . και εις τον θρόνον της εν μέσω την χορείαν των Αγίων εκ δεξιών και εξ ευωνύμων η Υπεραγία ημών Δέσποινα, η Πλατυτέρα των Ουρανών, λάμπων ωσεί πύργος δυσθεώρητος ευλογεί μαζί με τον γλυκύτατον Χριστόν. . . Του είχαν έρθη τα δάκρυα τον εκκλησιάρη από τη φτερωμένη έξαρση πούδινε στην ψυχή του η αγία Πίστη. . κ’ έβγαλε τα γυαλιά του και σκούπισε τα κοκκινογυρισμένα μάτια του με το μανίκι του.

Οι χριστιανοί προέλεγον από πολλού, ότι το πυρ θα κατέστρεφε την πόλιν ταύτην . . . Και ο Λίνος είνε εις το Οστριανόν μετά της θυγατρός του Διός . . . Οποία συμφορά έπληξε την πόλιν ταύτην!. . — Τους είδες; ηρώτησεν ο Βινίκιος. — Τους είδα, αυθέντα! . . . Δόξα εις τον Χριστόν και εις όλους τους θεούς, εάν ηδυνήθην να ανταμείψω τας ευεργεσίας σου με μίαν καλήν είδησιν.

Σκληρά, ξηρά, υψηλή, μονοκόκκαλος η θεια Μυγδαλίτσα, με την μαύρην μανδήλαν της, ωχρά εκ της πενίας και μ' ερυθρούς τους οφθαλμούς εκ των δακρύων, χωρίς να αισθάνεται τον παραμικρόν κόπον, ανέβαινε τον ανωφερή και απότομον δρόμον, ίνα απέλθη «'ς το Χωριό» και παρακαλέση τον Χριστόν διά το παιδί της, «να της το φέρη μια φορά τα Χριστούγεννα». Είχαν περάσει χρόνια.

Η καρδία του εξεχείλισεν εξ αγανακτήσεως εις μόνην την ιδέαν ότι αυτή η Λίγεια, η πρόσφυξ, την οποίαν είχεν αναλάβει υπό την προστασίαν του, την οποίαν ηγάπα και την οποίαν είχε στερεώσει εις την πίστιν της χριστιανικής διδασκαλίας, ηδυνήθη να εύρη εις την ψυχήν της χώρον δι' έρωτα άλλον παρά τον προς τον Χριστόν έρωτα. Η απογοήτευσις αύτη τον εξέπληττε και τον ελύπει.

Η Λίγεια εμάντευσε ποίαι σκέψεις διήρχοντο του νου του. Έβλεπε και τους αγώνας του και την αποστροφήν του χαρακτήρος του προς το δόγμα εκείνο το Χριστιανικόν και εθλίβετο θανασίμως. Αλλά το σιωπηλόν σέβας, το οποίον εκείνος εδείκνυε διά τον Χριστόν, ήγειρε την συμπάθειάν της, τον οίκτον της και την ευγνωμοσύνην της και την είλκυε προς τον νεανίαν.

Λέξη Της Ημέρας

βαρδαλάαας

Άλλοι Ψάχνουν