Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
Με έν βλέμμα η Σεραΐνα ενόησεν άμα είδε τον Κουμπήν. Ούτος εσήκωσεν ήδη την χονδρήν και σιδηροκέφαλον ράβδον του εναντίον της Λελούδας. — Παληοβρώμα!... Η Σεραΐνα έπεσεν επάνω στην ράβδον, εις τα γόνατά του, εις τους πόδας του. — Έλεος, Κουμπή, έλεος! Δεν το ήθελεν η καϋμένη. Λάθος έκαμε, επάνω στη βία της, στη σαστιμάρα της. Δεν επήρε ακόμη τα χούια σου, τα συστήματά σου, Κουμπή.
— Νταν! Νταν! Νταν! Είχε διαβάσει εις το Ευαγγέλιον, αλλά και πολλαίς φοραίς του εξηγούσεν ο μακαρίτης ο Γέροντας, ο πνευματικός της νήσου, με τα μεγάλα μάτια και την χονδρήν φωνήν, πως η ψυχή είνε πλέον πολύτιμον πράγμα από το σώμα, και, αν την χάση κανείς, με τίποτε πλέον, ουδέ με τον κόσμον όλον, δεν ημπορεί να την εξαγοράση . . . Το επίστευεν αυτό, και περισσότερον ακόμα επίστευε την φωνήν του Γέροντα, οπού χονδρά-χονδρά αντηχούσεν έως μέσα εις την καρδίαν του πάντοτε: — «Ή τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού; . . .»
Αλλ' ο μπάρμπα-Στεφανής, μόλις ήκουσε την ερώτησιν του ιερέως, και χωρίς να σκεφθή πλέον του δευτερολέπτου, με την χονδρήν, ταχείαν, κ' εμπερδεμμένην προφοράν του ανέκραξε· — Μπράβο! μπράβο! ακούς! ακούς! Στο Κάστρο; μετά χαράς! όρεξι νάχης, όρεξι νάχης, παπά! — Να, άνθρωπος! είπεν ο παπάς. Έτσι σε θέλω, Στεφανή! Τι λες, είνε κίνδυνος;
Το χωρίον επάνω εις τον βράχον του ανεπαύετο ως κλωσσούν αγριοπερίστερον. Κανείς δεν εφαίνετο έξω άνθρωπος. Αλλ' ο Μανώλης της Αλτανούς με την γαλάζιαν χονδρήν γούναν του και τον γαλάζιον κούκον του ευρίσκετο εντός της σκαμπαβίας του, ετοιμάζων αυτήν προς πλουν.
Με την γαλάζιαν γούναν του την χονδρήν, με τον γαλάζιον κούκκον του τον βαρύν, καθήμενος οπίσω εις την πρύμνην, εκράτει σθεναρώς το πηδάλιον άδων συγχρόνως: Σαν αποθάνω, μάννα μου, 'ς το κύμα να με ρίξης . . . ν' αρθούν οι γλάροι να με κλαιν . . . — Μανώλη! Ηκούσθη και πάλιν φωνή κλαίουσα από του βράχου, φωνή πενθούντος, η φωνή της χήρας της Αλτανούς. — Μανωωωώληηη!
Τέτοια μέρα! — ήτο παραμονή των Χριστουγέννων — απήντησε πενθίμως η Κρατήρα, χασμωμένη και σουφρόνουσα περί τον κυρτούμενον προς τα εμπρός λαιμόν τους ημιγύμνους ώμους της· κομβώσασα δε και περιζώσασα καλώς χονδρήν λευκήν φανέλλαν — μόλις εγερθείσα — προσεπάθει ν' ανάψη το πυρ της εστίας.
Όταν δε, την εσπέραν, ξυλάρμενον εισέπλεε το μπάρκο του καπετάν-Φώκα, το ανεγνώρισεν από την χονδρήν κοιλίαν του και την χονδρήν πρύμνην, και από το άσπρο μπούρδο, την λευκήν ταινίαν, την περιθέουσαν αυτό κύκλω, η οποία με τα μαύρα κατά διαλείμματα τετραγωνίδια, ως θυρίδας μακρόθεν φαινόμενα, παρίστα αυτό τεράστιον σκάφος, ως φρεγάταν τουρκικήν των ημερών εκείνων.
Εις την Χονδρήν Άμμον, εις το Ελαφοκκλήσι, εις το Τουρκομνήμα, κ' εις το Μακρυκατάλυμα.
Εκτός κ' ενός άλλου μοναχού, του γηραιού Πέτρου, υπηρετούντος και ψάλλοντος με την άξεστον μεν χονδρήν φωνήν του κατανυκτικήν δε, ουδείς άλλος υπήρχεν εν τω ναΐσκω, ου τα ολίγα φώτα εχλώμαινον πενθίμως εν μέσω του ευώδους καπνού του θυμιάματος. Κ' έβλεπες τότε το γλυκύ λευκόν πρόσωπον της μοναχής ως εν μέσω νεφελών εν τοις ουρανοίς.
Τρόμου φρικίασις διέτρεχεν ήδη τα χάρτινα μέλη μου, ότε είδα αίφνης την χονδρήν σύζυγον του κυρίου μου θωπεύουσαν την αξύριστον αυτού παρειάν, και την ήκουσα λέγουσαν διά της γλυκεράς εκείνης φωνής, της οποίας αι γυναίκες είνε κάτοχοι πτυχιούχοι, ως ήθελεν είπει η Κυρία Jacob: — Γιάγκο, . . . δεν θα μου δώσης κ' εμένα μερικάς απ' αυτάς τας μετοχάς; — Τι θα ταις κάμης, ψυχή μου;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν