United States or Pitcairn Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτός παλιμάτα, μ' όλη την επιθυμία πούχε, να πάρη τα φλωριά του και να γυρίση το γληγορώτερο στον τόπο του και στο σπίτι του και να ιδή τη γυναίκα του, που δεν ήξερε τι γένονταν είκοσι ακέρια χρόνια, θυμήθηκε ματαπάλι την συμβουλή του πατρός του και προτίμησε παλιμάτα τη συμβουλή από τα εκατό φλωριά, και κάνοντας την απόφαση, ανοίγει το χαρτί και διαβάζει: «&Τη δουλειά που θέλεις να κάνης θυμωμένος, άφησε τη γι' αύριο&».

ΘΑΛΑΜΗΠΟΛΟΣ Από τον καιρόν οπού ο βασιλεύς εξεστράτευσε, την βλέπω κάθε νύκτα να σηκόνεται από το στρώμα, να φορή το νυκτικόν της, να ανοίγη το γραφείον της, να παίρνη χαρτί, να το διπλόνη, να γράφη, να διαβάζη όσα έγραψε, έπειτα να το βουλλόνη και να ξαναγυρίζη εις το κρεβάτι της·και όλα αυτά ενώ είναι εις ύπνον βαθύν. ΙΑΤΡΟΣ Μεγάλη της φύσεως διατάραξις!

Τα πρόσωπα των αδελφάδων, σκυμμένα επάνω στο χαρτί, γυάλιζαν από τον ιδρώτα της αγωνίας, αλλά η Νοέμι σήκωσε το βλέμμα και είπε: «Εάν εσύ Έστερ, δεν έχεις υπογράψει τίποτε, δεν οφείλουμε να πληρώσουμε τίποτε.

Ω! αγαπούσε πολύ να διαβάζη κ' έλεγε πως η καλή ανάγνωσι ανοίγει της ψυχής τα μάτια. Μάλιστα ένα γνωμικό του, μία μεγάλη αλήθεια την είχε γραμμένη σ' ένα χαρτί και κολλημένη στον τοίχο του κελλιού του και αυτήν ανάφερε συχνά στους χωρικούς, τους καλούς, τους πιο έξυπνους και που ήθελαν να τον ακούνε. Λέγει ο Μηνιάτης κάπου.

Ζήτημα δεν είναι, πως το βρίσκει ο καθένας πολύ πιο έφκολο να πετάη στο χαρτί ό τι του κατέβη, μα δημοτική, μα καθαρέβουσα, δίχως να ψάχνη, δίχως να ιδρώνη. Γιατί πάλε κι ο τόσος κόπος; Ελάτε να το ρίξουμε όξω. Δε βλέπετε, καλέ, πως τάχουμε όλα έτοιμα; Τι αγαπάτε, να σας το σερβίρω: Ξενισμούς; Ορίστε! Άλλο τίποτα! Μα κάλλια θέλετε ίσως κ' έναν αττικισμό; Αμέσως!

Άκουσε, που σου λέω! φύλαξέ την και θα ιδής. Αν έχη τύχη η κόρη μας, θα της κάμωμε μ' αυτό το χαρτί την προίκα της! — Αφού είνε έτσι! υπέλαβεν υποτασσομένη η σύζυγος· συ κάτι θα ξέρεις· φέρε να την φυλάξω.

Σα χτυπήματα με σπρώχναν εμπρός οι στοχασμοί και στη χλωμή λάμψη της λάμπας είδα το πρωινό φως να πέφτη από την κουρτίνα απάνω στο χαρτί μου. «Χρήματα, χρήματα! Σου χρειάζουνται χρήματα, αν πεθάνη το παιδί σου και θέλης να σώσης τη γυναίκα σου

Ένας κάμπος, αιγοειδής στο σχήμα, που τον κλείουν απ' όλα τα μέρη βουνά, είνε ομαλός σα χαρτί, που το ριγόνουν διασταυρωμένα χαντάκια πολυάριθμα· και γύρω τα χωριά, ασπριδερά στο πράσινο πλαίσιο που σχηματίζουν αμπέλια και δέντρα. Το χειμώνα η ορεινή αυτή πεδιάδα θα γινόταν λίμνη, αν δεν είχε στη δυτική της άκρη το χώνο, μια καταβόθρα, όπου τα χαντάκια οδηγούν τα νερά και καταπίνονται.

Όχι, είπε, κράτησε τα κι' αύριο μου τα δίνεις· να κάνουμε πρώτα το χαρτί. — Τι χαρτί; χαρτί είν' ο λόγοςτους καλούς ανθρώπους· δεν θέλω. — Α, όχι· εδώ έχομε ζωή και θάνατο· αύριο κάνουμε το χαρτί και μου δίνεις τα λεφτά. Αλλ' ο Δημήτρης επέμενε και ο βλαχοποιμήν τέλος κατεπείσθη να λάβη τα χρήματα και την Κυριακήν εστεφάνωσε την κόρην του.

Το πλοιάριον εγέμιζε νερά, και ο στρατιώτης ήτο έως τον λαιμόν εις το νερόν, το χαρτί εμαλάκωνεν ολότελα, το πλοιάριον εβυθίζετο, και επί τέλους δεν εφαίνετο πλέον ούτε χαρτί ούτε στρατιώτης.