United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δόσε μου τ’ άνθη. Πήγαινε, και κάμε όπως είπα. ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ, καθ' εαυτόν. Φοβούμαι ολομόναχος ‘ς τους τάφους· πλην θα μείνω. ΠΑΡΙΣ Σκορπίζω άνθη, άνθος μου, ‘ς την νυμφικήν σου κλίνην, αλλοίμονον, με χώματα στρωμένην και με πέτραις! Ταις νύκταις με ροδόσταγμα εγώ θα την ραντίζω, κι' αν λείψη το ροδόσταγμα, με δάκρυα πικρά μου.

Όταν είδεν ότι την υπώπτευσες ως συνεννοουμένην μετά του Καίσαροςπράγμα, όπερ ουδέποτε θα πράξηκαι ότι δεν ήτο δυνατόν να κατευνασθή η οργή σου, σου εμήνυσεν ότι απέθανεν, αλλά φοβουμένη τα αποτελέσματα της αγγελίας, μ' έστειλε να σου φανερώσω την αλήθειαν, πλην φοβούμαι ότι έφθασα πολύ αργά. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πολύ αργά, φίλτατε Διομήδη· κάλεσε τους φύλακάς μου.

Μα έτσα που δεν τση φταίω 'γώ, δε θέλω να μου φταίξη κιαυτή, να κάψη το παιδί μου. Για σένα 'γώ φοβούμαι, Γιώργη μου. — Εγώ δε φοβούμαι. — Μην το λες αυτό, Γιώργη, γιατί εσύ δεν κατές.

Λοιπόν τι έχει πλέον, παιδί μου, να μου απαντήση εκείνος ο οποίος θεωρεί ως επιστήμην την αίσθησιν, και νομίζει ότι, καθώς φαίνονται τα πράγματα εις έκαστον, τοιαύτα είναι δι' εκείνον εις τον οποίον φαίνονται; Θεαίτητος. Εγώ, καλέ Σωκράτη, φοβούμαι να ειπώ πάλιν ότι δεν ηξεύρω τι να ειπώ, διότι το είπα και προ ολίγου και συ με εμάλωσες.

Αλλ' αν αυτό ήτο για μένα θρίαμβος, πολύ φοβούμαι σήμερα ότι το Βαγγελιό θα αισθάνθηκε κρυφή λύπη, γιατί δε βρέθηκε κάνεις νέος να πάρη την ανθοδέσμη της, αλλά την αφήκαν σένα παιδί δέκα τεσσάρω χρονώ. Στη δεύτερη Ανάσταση ήρθ' έξω στην εκκλησία το Βαγγελιό κέκαμε το Χριστός Ανέστη με τη μητέρα και την αδερφή μου. Ήρθε και σε μένα, αλλά τα χείλη της πέρασαν από το μέτωπό μου, χωρίς να γκίξουν.

Φοβούμαι μήπως κι ο φίλος μας ο Καρκαβίτσας πολύ πολύ δεν προσέχει. Κάποτε βάζει το ένα, κάποτε τάλλο, και να τονέ ρωτήξης, ο ίδιος, υποθέτω, δε θα ξέρη να σου πη.

Όταν όμως ύστερ' από πολλά χρόνια μπορούσα να γνωρίζω πια πως μου είτανε δυνατό ναπολάψω ένα καλοκαίρι κοντά στη θάλασσα, τότε είταν η γυναίκα μου που μ' έκανε να φοβούμαι πως όλη η χαρά μου θα έλιωνε σ' έναν καπνό.

Είν' η μεγάλη μου και μοναχή μου χαρά, μα κιο μεγάλος κιαγιάτρευτος πόνος τση ζωής μου. Ο κόσμος έπρεπε να με λυπάται. Δεν το ζήτηξα· μα κια με κατακρίνουνε, μουδέ φοβούμαι, μουδέ ντρέπομαι. Ο Θεός, που δε θωρεί σαν τσαθρώπους θα με κρίνη. Και θα βρη την κορδιά μου καθαρή. Η Δεσποινιώ την κύταζε χωρίς να καταλαβαίνη πολύ απ' όσα ήκουε, αλλά κιαρκετά καταλάβαινε και διαισθανότανε ώστε νανησυχή.

Δεν φοβούμαι ποσώς ότι είναι δυνατόν να νικηθώμεν από τους Σκύθας, αλλά πολύ μάλλον φοβούμαι μήπως μη δυνηθέντες να τους εύρωμεν πάθωμεν τι πλανώμενοι.

Ω! τούτο μαύρα κι’ άσχημα φοβούμαι θα τελειώση, αν την αιτίαν του κακού κανείς δεν ξερριζώση. ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Και η αιτία, Θείε μου, ποια είναι; Την γνωρίζεις; ΜΟΝΤΕΚΗΣ Δεν την γνωρίζω· και αυτός να την ειπή δεν θέλει. ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Και τον εστενοχώρησες να την ξεμυστερεύση; ΜΟΝΤΕΚΗΣ Και μόνος επροσπάθησα, και διά μέσου φίλων.