Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Μόνον αυτόν φοβούμαι, μόνον αυτόν! — Ο δαίμων του εμένα μ' αμαυρόνει καθώς και τον Αντώνιον του Καίσαρος ο δαίμων ! οπόταν μ' εχαιρέτισαν αι τρεις ως βασιλέα εθύμωσε, κ' εζήτησε κι' αυτόν να του λαλήσουν· κ' εκείναι τον 'προφήτευσαν πατέρα βασιλέων, Διάδημα μου έβαλαν 'ς την κεφαλήν μου στείρον, — άκαρπον σκήπτρον να κρατώ μου έδωκαν 'ς το χέρι, διά να μου αφαιρεθή κατόπιν από ξένους, χωρίς να έχω τέκνον μου εγώ διάδοχόν μου!
Διότι εγώ εσχετίσθην αυτόν τον άνθρωπον, όταν ήμην πολύ νέος, ενώ αυτός ήτο γέρων, και μου εφάνη ότι έχει βαθύτητα όλως διόλου ασυνήθη. Δι' αυτό φοβούμαι μήπως ημείς και τους λόγους του δεν εννοούμεν και πολύ περισσότερον απέχομεν να εννοήσωμεν τι είχε εις τον νουν του, όταν έλεγε αυτούς.
Θα το επεθύμουν βέβαια, είπεν ο Σιμμίας· αλλά πολύ περισσότερον φοβούμαι μήπως αύριον κατ' αυτήν την ώραν κανείς από τους ανθρώπους δεν θα είναι πλέον ικανός να κάμη τούτο το πράγμα αξίως. Δεν σου φαίνεται λοιπόν, Σιμμία, είπεν ο Σωκράτης, ότι όλοι ηξεύρουν αυτά τα πράγματα; Διόλου, είπεν ο Σιμμίας. Ξαναενθυμούνται λοιπόν εκείνα τα πράγματα, τα οποία κάποτε έμαθαν: Ηρώτησεν ο Σωκράτης.
Αποσπάσματα εξ αυτού δεν παραθέτω ενταύθα, διότι το ς' εδάφιον του Ζ' κεφ. του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου μοι φαίνεται απαγορεύον να παρατίθενται βυρώνειοι στίχοι εις τους συναδέλφους σας, και έπειτα φοβούμαι μήπως τα χωρία ταύτα, αφαιρούμενα από τον τόπον των ή παρεξηγούμενα, δώσωσιν εις αυτούς αφορμήν να νομίσωσιν ότι, συγγενεύει ο Βύρων με τον Πιρόν και τον Παρνύ, ο κύκνος με τους κόρακας.
Αλλά, ο γέρως ερημίτης φόρτωσε στο άλογο τα πλούσια υφάσματα και γύρισε κοντά στην Ιζόλδη: «Βασίλισσα τα ρούχα σας πέφτουν κουρέλια. Δεχθήτε αυτά τα δώρα, για νάσαστε πειο ώμορφη την ημέρα που θα πάτε στον Πόρο του Κινδύνου. Φοβούμαι μήπως δε σας αρέσουν, γιατί δεν έχω καθόλου πείρα σ' αυτά τα πράγματα».
Δεν αισθάνεσθε ότι απατάτε τον εαυτό σας, ότι καταστρέφεστε εκούσια; Γιατί λοιπόν, Βέρθερε, εμέ ίσια ίσια; εμένα που ανήκω σ' άλλον; ακριβώς εμένα; Φοβούμαι, φοβούμαι πολύ πως μόνο το αδύνατο του να με αποκτήσετε σας κάνει να με επιθυμήτε με τόση ορμή. — Έβγαλε ο Βέρθερος το χέρι του από το δικό της και την κύτταξε με ένα μάτι απλανές και δυσαρεστημένο. — Σοφά! πολύ σοφά! εφώναξε.
— Τι έχεις, μαννού; Ηρώτησεν η νεάνις. — Θαρθώ ς' το σπίτι σας, παιδί μου! Φοβούμαι! Εν τη θορυβημένη ψυχή της ανεκυκλείτο η τρομακτική σκηνή του ναΐσκου. Και να μη πιστεύη κανείς με το στόμα, εν τη ψυχή πάντοτε φοβείται εις τοιαύτας περιστάσεις.
Αλλά μίαν Κυριακήν τον συνήντησε καθ' οδόν ο Αστρονόμος, και μειδιών του είπε: — Για 'πε αλεύρι, Μανωλιό! — Αλεύρι. — Ο Τερερές σε γυρεύγει. Ο Μανώλης εκοκκίνισε. — Κ' εγώ τόνε γυρεύγω, είτε, μα φοβάται και χώνεται. — Να σου πω, είπε προσποιούμενος σοβαρότητα ο Αστρονόμος, μην το παίρνης αψήφιστα το πράμμα. Ο Τερερές είνε κακός ... — Δεν τονε φοβούμαι.
Τότε αρχινούνε τα φύλλα και πέφτουνε... Άκου, πριχού να φύγης, θέλω να σε δω. — Εγώ, όσον καιρό θάμαι στο χωριό, θάρχωμαι να σε θωρώ. — Και δε φοβάσαι τη μάνα σου; — Δε φοβούμαι κιανένα. Εγώ 'μαι 'δα μεγάλος και θα κάνω ό,τι θέλω. — Ήκουσα πως πας και στο κυνήγι, είπε σχεδόν χαρούμενο το Βαγγελιό. — Πάω, μα δε μαρέσει μπλειο. — Γιάειντα; — Δε μαρέσει. Κατέω κεγώ;
Μου απαντά διά του βλέμματος: — Σιώπα! άφησε πρώτον να χορτάση ο δίπους από το ξύλον το οποίον τρώγω εγώ, ο τετράπους, και κατόπιν σου εξηγώ το διατί. Και προσέθηκε θεωρών με υπόπτως: — Μολονότι δίπους είσαι και συ και δίκαιον έχω να σε φοβούμαι. Απαντώ στενάζων: — Ναι, δίπους είμαι και εγώ, αλλά τούτο ουδέν σημαίνει. Μη βλέπης την ομοιότητα των ποδών, αλλά την διαφοράν των κεφαλών.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν