Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025
Απεκρίθη ο γάιδαρος· αλλ' αύριον, ειπέ μου, όταν ο γεωργός ήθελε σου φέρει διά να φάγης, τι έχεις να κάμης; Του λέγει το βόιδι· θέλω ακολουθήσει τα ίδια κατά την συμβουλήν σου, δεν θέλω φάγει έμπροσθέν του, θέλω του γυρίσει τα κέρατα εις σχήμα να τον κτυπήσω, θέλω καμωθή πώς είμαι άρρωστος και θέλω εξαπλωθή εις την γην ωσάν μισοπεθαμμένος.
Τω όντι δε τα μέλη του σώματος της εφαίνοντο απολέσαντα την αίσθησιν του καμάτου. — Αν είν' έτσι, πάμε, έλεγεν ο Γύφτος. Και η Αϊμά ηγείρετο και τον ηκολούθει. Ότε έφθασαν εις λόφον τινά, ου αντικρύ εφαίνετο κώμη τις, ο Πρωτόγυφτος τη είπε· — Πεινάς; — Όχι, απήντησεν η Αϊμά. Ουδ' ησθάνετο δε την πείναν, αν και ουδέν είχε φάγει από δύο ημερών. — Δεν γίνεται, είπεν ο Γύφτος· κ' εγώ πεινώ.
Κάτι μούλεγε το πονετικό εκείνο το πρόσωπο, τα κατάμαυρα μάτια του, που γλυκαστράφτανε στου λυχναριού τις αχτίδες, το ήμερο και στοχαστικό του χαμόγελο, κάτι που μ' αποτραβούσε, και στη ψυχή του μέσα γύρευε να με κατεβάση, να γνωρίσω τα φυλλοκάρδια του, και να μάθω τον κρύφιο του πόνο. Τέλος, καθίσαμε στο φαγεί. Μονάχα οι άντρες όμως.
Οι μεν έλεγον ότι ο Παναγιώτατος είχε πατήσει επί μανδραγόρου, οι δε ότι σκορπίος εκέντησε την ιεράν κνήμην του και άλλοι ότι είχε φάγει φαρμακερούς αμανίτας. Αλλ' οι πλείστοι εσχυρίζοντο ότι η αυτού Αγιότης ήτο δαιμονισμένη, ο δε επίσκοπος Πόρτου, ο μέγιστος των χρόνων εκείνων εξορκιστής, έσπευσε να επιχύση επ' αυτής αγίασμα διατάσσων το πονηρόν δαιμόνιον να εκλέξη άλλην κατοικίαν.
Τόχα προβλέψει, είπε ο Μαρτίνος στον Αγαθούλης, πώς το ρεγάλο σου γρήγορα θα τρωγότανε και θα τους έκαμνε πιο δυστυχείς. Έχετε φάγει εκατομμύρια πιάστρα σεις κι' ο Κακαμπός, και δεν είστε πιο ευτυχής από την Πακέττα και τον αδερφό Γαρουφάλη. Αχ! Αχ! είπε ο Παγγλώσσης στην Πακέττα, ο ουρανός λοιπόν σας στέλνει σε μας.
Την θαυμασίαν ενέργειαν του φαρμάκου τούτου είδον αυτός εγώ επί βαρυτίμου αγελάδος, αγγλικού γένους, αιφνιδίως προσβληθείσης υπό της νόσου αφού επί στιγμάς τινας είχε φάγει μετά λαιμαργίας τρίφυλλον κάθυγρον εκ της πρωινής δρόσου.
Απ' τον κοιτώνα η φρόνιμη τότ' ήλθε Πηνελόπη· την Άρτεμιν ή την χρυσήν ωμοίαζε Αφροδίτη· κ' ευθύς 'ς το πλάγι της φωτιάς της θέσαν το θρονί της, 55 'που τορνευτό μ' ελέφαντα και ασήμ' είχε ποιήσει ο τεχνουργός Ικμάλιος, και του 'συρε υποπόδι 'ς εκείνο αρμόδιο, και προβειά το σκέπαζε μεγάλη· 'ς εκείνο τότε η φρόνιμη καθόνταν Πηνελόπη· ήλθαν από το μέγαρον η λευκοχέραις κόραις, 60 κ' ευθύς σηκόναν τ' άφθονο φαγί και τα τραπέζια και τα ποτήρια, 'πώπιναν οι απόκοτοι μνηστήρες· και απ' τους φανούς κάτ' έρριξαν το πυρ κ' έθεσαν άλλα επάνω τους ξύλα πολλά, να δίδουν φως και ζέστη. τον Οδυσσέ' η Μελανθώ τότε αποπήρε πάλι· 65 «Την νύκτ' ακόμα, ξέν', εδώ θε να μας βασανίζης, 'ς το σπίτι ν' αναστρέφεσαι, ταις κόραις να ματιάζης; 'ς τον δρόμον έβγ', ελεεινέ, και αρκεί σ' ό,τ' έχεις φάγει, ή θα σε βιάσω με δαυλιαίς να πεταχθής 'ς τον δρόμο».
Κόρη πριν είχε φάγει με την φούκτα την πυρίτιδα ως οι Μποτσαραίοι και Τζαβελαίοι, ο Πούλιο Δράκος και ο Τζίμα Ζέρβας· παρά το πλευρόν των οποίων επολέμει πάντοτε, υπερασπιζομένη τους βράχους της πατρίδος της.
Η τέλεια της η συμμετρία της έσωνε. Δεν άργησε να ζυγώση τα δάση της σύδεντρης εκείνης κοιλάδας. Κοντοστέκεται, ρίχνει περίγυρα σιγανή ματιά, και διαλέγει πηχτόκλαδη και πλατύσκιωτη καστανιά. Εκεί αποκάτω καθίζει, και γεύεται ταπλοϊκό της φαγεί. Άψε σβύσε το γιόμα της. Λες κ' είτανε πουλί και τσίμπησε μερικά ψίχουλα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν