United States or Malaysia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Ιησούς ήτο μόνος τώρα εις την εξουσίαν των εχθρών Του.

Τι μας πειράζει να μάθουμε πως ο Κοραής βάζει ένα Μ εκεί που θέλει δυο, ή πως βάζει δυο εκεί που θέλει ένα; Μου φαίνεται πως μήτε του Κόντου μήτε του Κοραή η γλώσσα, αληθινή, ζωντανή γλώσσα δεν είναι, γιατί εμείς, νομίζω, δε λέμε μήτε σεσαπημένος , μήτε σεσημμένος ή σεσηπώς , λέμε σαπίζω και σαπισμένος · δε λέμε μήτε ο μήτε η λέμβος · λέμε απλά βάρκα οι βρεκεκεξιάρηδες τόχουν πως είναι ιταλικό και δεν το καταδέχουνται· εσύ πάλε μου έμαθες πως είναι λατινικό και τόχουμε στη γλώσσα μας, κοντέβουν τώρα τουλάχιστο χίλια πεντακόσια χρόνια.

ΧΡΥΣ. Είνε η περίφημος Ηλέκτρα, η κόρη του Αγαμέμνονος, η οποία τα αυτά πράγματα εγνώριζε και δεν εγνώριζε• διότι όταν ευρίσκετο ενώπιόν της ο Ορέστης, ο οποίος δεν την εγνώριζεν, αυτή εγνώριζε μεν τον Ορέστην ότι ήτο αδελφός της, αλλ' ότι εκείνος ήτο ο Ορέστης το ηγνόει. Τώρα θα σου εξηγήσω και τον εγκεκαλυμμένον συλλογισμόν, ο οποίος είνε εκ των πλέον Θαυμαστών.

Ναι, εντάξει, τώρα όμως, τον Οκτώβρη, πώς θα περάσετε;» «Δεν ξέρω, δε μου λένε τίποτε.» «Ξέρω ότι η Έστερ γυρίζει ψάχνοντας λεφτά. Θα γυρίζει για πολύ ακόμη, θα της πέσουν και τα τελευταία δόντια και δεν θα έχει βρει. Ξέρω ότι θα ήταν διατεθειμένη ακόμη και να πουλήσει, αλλά όχι σ’ εμένα

Είταν Αύγουστος μήνας, και μέσα σταρχοντικό του απάνω σε μαλακό καναπέ κοίτουνταν κατάχλωμος και ζαρωματιασμένος ο γέρος. Τα χέρια του σαλεύανε δε σαλεύανε, κι ως τόσο τα δάκτυλά του, που χρόνια τώρα η θέλησή του να τα πη δεν μπορούσε δικά της, τρέμανε σα μισόξερα φύλλα έτοιμα να πέσουνε στη μάννα τη γης.

Όλη τη νύχτα περπατούσαμε. Μέφερε ίσια δω. Τον ήξερε τον αφεντικό. Ο γέρος γύρισε πίσω. Αυτός δεν πολυφοβούνταν τα φαντάσματα, κ έμεινε στο καλύβι ως πρόπερσι, που συχωρέθηκε. Εγώ μήτε ξαναπήγα, μήτε ξαναπηγαίνω πια τώρα. Εδώ θα πεθάνω, κοντά, σας! Μην κλαις, παιδί μου, και μην τρομάζης. Εγώ η καταραμένη φταίγω που το τρόμαξα το πουλάκι μου».

Όταν θα έφευγε εκείνος, η ντόνα Νοέμι, που μπορεί να την είχε προσβάλει ο τρόπος που της έκανε την πρόταση, θα υποχωρούσε. Εξ άλλου δυο γυναίκες μόνες δεν μπορούν να ζήσουν. Έπρεπε να φύγει. Πώς δεν το είχε καταλάβει μέχρι τώρα; Του φαινόταν να τον καλεί κάποια φωνή, και πράγματι μια φωνή τον κάλεσε, πέρα από τον τοίχο, μέσα από τη σιωπή του δρόμου.

Ξέρτε, οι οχτώ ημέρες έληξαν και θα κάμω κατάσκεση. — Κατάσκεση! είπε πισωπατώντας ο Αριστόδημος. Τώρα θυμήθηκε πως εδώ κι οχτώ ημέρες του κοινοποίησαν την τελευταία προθεσμία που δίνει το δικαστήριο στο χρεωφειλέτη. Μα ούτε τη διάβασε, ούτε τη θυμήθηκε ως σήμερα. Πού να δώση προσοχή σε τέτοια μικροπράμματα! — Ναι, κατάσκεση· του ξανάειπε ο κλητήρας· είνε για το χρέος του κυρ Κουρδουκέφαλου.

Πώς ό,τι μας έμεινε δικό μας σιγά σιγά ταποσκυβαλίζουμε· εξόν αν είναι τούρκικο, καθώς είναι να πούμε ταγαλίκι, η στενοκεφαλιά, και το πείσμα. Άκου τώρα, να δης. Τη γλώσσα μας, την πετάξαμε. Τα τραγούδια μας, τα πετάξαμε. Τους χορούς μας, τους αρνηθήκαμε. Τα τουφέκια μας, αν μένουν ακόμα σ' αυτά τα μέρη, ο λόγος είναι που δεν έλειψαν οι λαγοί.

Και ενώ σιγοπλέουν, εξακολουθούν την περί των αρχαίων βαλανείων ομιλίαν. Εν μέσω του θορύβου των λουσμένων ακούεται και μια παιδική φωνή, η οποία ερωτά: — Αν έρθη τώρα μπαμπά ο καρχαρίας, πώς θα το καταλάβω; — Θα το καταλάβης όταν θα σε καταπίνη. — Και σα με καταπιή, τι θα γίνω; — θα γίνης... θα γίνης... Καλλίτερα να μη σε καταπιή, γιατί αν σε καταπιή μούντσωσ' τα!