Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
Ανακαλώ, αδελφέ, όσους πρότερον σοι είπον λόγους και δεν θέλω ν' αυξάνω τον πόνον σου. Συμμερίζομαι την θλίψιν και τας σκέψεις σου και σε προτρέπω να μη θανατώσης το τέκνον σου και να μη εξαγοράσης διά τοιαύτης θυσίας την ιδικήν μου ευτυχίαν. Διότι είναι άδικον συ μεν να στενάζης, εγώ δε να χαίρω, ν' αποθνήσκωσιν οι του οίκου σου και οι ιδικοί μου ν' απολαύωσι του φωτός της ζωής.
Λέγουν ότι, όταν ο Θεοδώριχος διέταξε τον φόνον του Συμμάχου, εβασανίζετο «και τέλος παρεφρόνησεν από το φάντασμα του τεθνεώτος γέροντος, επιφαινόμενον αυτώ όναρ και ύπαρ· ουδ' ηδύνατο άλλως να έχη το πράγμα ως προς τον Ηρώδην τον Αντίπαν. «Εν μέσω των τρυφώντων η κεφαλή του νηστεύοντος παρετέθη». Επί της τραπέζης του συμποσίου του εκομίσθη η κεφαλή ανδρός τον οποίον, εις τα βάθη της ψυχής του ησθάνετο άγιον και δίκαιον· και είχεν ιδεί, με την επίσημον αγωνίαν του θανάτου αποτυπωμένην ακόμη επ' αυτών, τους αυστηρούς χαρακτήρας εφ' ους πολλάκις μετά φόβου είχε προσβλέψει· «Σιγάν σου μεν την γλώσσαν υπέλαβεν ο Ηρώδης· η δε, και σίγησα, πλέον ελέγχει». Δεν εξήρχετο ο έλεγχος από τα παγωμένα εκείνα χείλη, μεγαλοφωνότερον ακόμη και τρομερώτερον, ή όταν εκείνος έζη; Μη οι τόνοι οίτινες επρόφεραν, «Ουκ έξεστί σοι έχειν αυτήν», επάγωσαν εις σιωπήν, ή εφαίνοντο να εξέρχωνται μεθ' υπερφυούς θερμότητος από των ψυχρών χειλέων; Εάν δεν ατώμεθα, η αποτετμημένη εκείνη κεφαλή σπανίως έλειπεν από τούδε από της τεταραγμένης φαντασίας του Ηρώδου μέχρι της ημέρας του θανάτου του.
Αι! δόξα σοι ο Θεός! είπεν αίφνης, διακόπτουσα μεγαλοφώνως τας σκέψεις της και σταυροκοπουμένη. Απορούσα δε, ότι ο Δημήτρης δεν επανήρχετο, ανέλαβε πάλιν ανεπαισθήτως τον ειρμόν του τερπνού της ονείρου. — Θάκανα ένα φουστανάκι της Ελένης μου, εξηκολούθησε διαλογιζομένη, και θάστελνα και τον Νικολή μου 'ς το σχολειό να μη μείνη στραβό το καϋμένο, και με βλαστημάη μια μέρα.
Διά την μεταβίβασιν δε αυτών σοι χαρίζω ολκάδα πλήρη παντοίων πολυτίμων πραγμάτων ήτις θα σε παρακολουθή.» Και ο μεν Δαρείος, ως εγώ νομίζω, τω ωμίλει άνευ δολιότητος· ο Δημοκήδης όμως, φοβηθείς μήπως ήθελε να τον δοκιμάση ο Δαρείος, δεν εδέχθη με προθυμίαν όλα όσα τω προσέφερεν· είπε μάλιστα ότι θα αφήση τα έπιπλά του εις την θέσιν των διά να τα έχη όταν επιστρέψη οπίσω, και ότι δέχεται μόνον την ολκάδα με τα δώρα τα προωρισμένα διά τον πατέρα και τους αδελφούς του.
Ενόσω όμως βασιλεύεις συ ο συμπολίτης ημών, μετέχομεν και ημείς της αρχής και μεγάλας τιμάς λαμβάνομεν παρά σου. Οφείλομεν λοιπόν κατά καθήκον να αγρυπνώμεν υπέρ της ασφαλείας σου και της αρχής σου· εάν εβλέπομεν κίνδυνόν τινα, βεβαίως ηθέλομεν σοι προειπεί τούτο.
ΑΓΓΕΛΟΣ, ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ και ΧΟΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ Κόρη του Τυνδάρου, Κλυταιμνήστρα, έξελθε της σκηνής ν' ακούσης ό,τι θα σοι είπω. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Ήκουσα την φωνήν σου και έσπευσα να εξέλθω έντρομος η δυστυχής και φοβουμένη μήπως έρχεσαι να μοι αναγγείλης και άλλην τινά ίσως νέαν συμφοράν. ΑΓΓΕΛΟΣ Όχι, αλλά θαυμάσια και μέγιστα συμβάντα έρχομαι να σοι αναγγείλω περί της θυγατρός σου.
Και πως να μείνω πλέον αξιοπρεπής ; Τι άλλο σπουδαιότερον να με κάμψη δύναται ή η ζωή του τέκνου μου ; Υπερασπίσθητι, της Θέτιδος υιέ, την δυστυχή μητέρα και εκείνην ήτις, ψευδώς μεν άλλ' ελέχθη οπωσδήποτε, ότι θα ήτο σύζυγός σου. Την έστεψα εγώ με άνθη ως νύμφην, ίνα σοι την φέρω εις γυναίκα, και τώρα την συνοδεύω επί σφαγήν.
Κατ' αρχάς ουδεμία απάντησις· έπειτα μία φωνή, την οποίαν ο Βινίκιος ανεγνώρισεν, είπε: — Είναι έξω της Νομεντιανής Πύλης, ανεχώρησε διά το Οστριανόν . . . Ειρήνη σοι, βασιλεύ των Περσών. Ο Βινίκιος ανεσηκώθη, έπειτα επανεκάθησεν, εκπλαγείς ιδών τον Χίλωνα, όστις τω είπε: Η οικία σου, δέσποτα, ίσως είνε αποτεφρωμένη, αλλά συ θα είσαι πάντοτε πλούσιος, ως Κροίσος. Οποία συμφορά.
Αλλ' έν μόνον δεν ηδύνατο να πράξη, και τούτο ήτο να παραιτήση ή τον ένοχον έρωτα, ή ν' αποπέμψη την αλαζόνα γυναίκα, ήτις διεύθυνε την ζωήν του, αφού είχε καταστρέψει την ειρήνην του. «Ουκ έξεστί σοι έχειν την γυναίκα του αδελφού σου», είπε καθαρά ο Προφήτης, ουδέ και των άλλων εγκλημάτων του Ηρώδου εφείσθη.
Το πλήθος τότε είπε προς τον Βαρτίμαιον: «Θάρσει, έγειραι, φωνεί σε», εκείνος δε απέρριψε τον επενδύτην του, ανεπήδησε, και ωδηγήθη προς τον Ιησούν. «Τι θέλεις ποιήσω σοι;» τον ηρώτησεν ο Σωτήρ «Ραββουνί, ίνα αναβλέψω». «Πορεύου, η πίστις σου σέσωκέ σε». Έψαυσε τους οφθαλμούς αυτού και του συντρόφου του, και με υγιείς οφθαλμούς ηκολούθησαν μετά του πλήθους δοξάζοντες τον Θεόν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν