United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εμείς καμμιά εκατονπενηνταριά φαμήλιες πήγαμαν στο Μέτσοβο και στα χωριά του, περάσαμαν πέντε χρόνια ακέρια κακά κι ανάποδα. Στες 5 Τρυητή του 1826 γυρίσαμαν πάλι στα Γιάννινα. 1827 Μαϊού 22 . Ήρθε στα Γιάννινα ο γιος του Ρούμελη Βαλεσή Ιμήν Πασάς έχοντας μαζί του και το Σουλεϊμάν-μπέη κεχαγιά της Κόνιτσας. Το ερχόμενο Σάββατο ήρθε το χαμπέρι, ότι παραδόθηκε η Αθήνα. Ο Μάης όλος ήταν βροχερός.

Και τότες πια λέω του γαμπρού και σου φτιάνει και σένα φουστάνι, που πας να μείνης . . . — Έλα στο νου σου, κορίτσι μου! Σαββάτο βράδυ κιόλας. Και σταυροκοπιέται. — Δε σ' απογελώ, κ' έννοια σου. Λωλή δεν είμαι. Το είπα, το ξανάειπα, πως θα γίνη, κ' έγινε. Και μ' αρχοντόπουλο, όχι παίξε γέλασε. Τον Πανάγο, θεια, τον Πανάγο!

Τις 17, Σαββάτο, κάμνει πάλι ο στρατός καινούρια δοκιμή να πνίξη την επανάσταση. Περιζώνει τον όχλο μέσα στ' οχτάγωνο χτίριο του Αυγουσταίου, μα δε δυνήθηκε να τους βγάλη, κ' έβαλε στο χτίριο φωτιά. Την Κεριακή πρωί παίρνει Βαγγέλιο στο χέρι ο Ιουστινιανός, και παρουσιάζεται στα Κάθισμα.

« Ήλθε η ενάτη τ' Απριλιού, » Σάββατο το Μεγάλο, » Ξημέρωσε και 'νύχτωσε, » — Νύχτωσε κ' η ζωή μου. — » Πήγα τον Όρθροτο ναό, » Κάμνω την προσευχή μου, » «Χριστός Ανέστη» άρχισα « Με τους πιστούς να ψάλλω.» « Χριστός ανέστη! έψαλλα, » Και πάντα με το νου μου. » Αναστηθήτω η Ελλάς! » Ευχόμουν.

Να τους λοιπόν καθισμένοι οι δυο τους στο τραπέζι.! Και μετά το δείπνο ξανακάθονται στον ωραίο καναπέ, για τον οποίο μιλήσαμε παραπάνω. Ενώ ήσαν εκεί, ιδού φτάνει ο σινιόρ δον Ισσάχαρ, ο ένας από τους κυρίους του σπιτιού! Ήτανε Σάββατο. Ερχότανε να εξασκήση τα δικαιώματά του και να εκφράση το μεγάλο του έρωτα. &Τι συνέβη στην Κυνεγόνδη, στον Αγαθούλη, στο μέγαν Ιεροξεταστή και στον Εβραίο.&

Είχ' ένα δίκαννο ελαφρό, που θα μου τώδιδε να κυνηγώ όλες τις μέρες που θα μέναμε στον Αμαλό. — Και πότε θα πάμε; — Ύστερ' από δυο μέρες, το σαββάτο πούρχεται. Εγώ θα ήθελα να πάμε την άλλη μέρα ευθύς, αλλ' ο Βασίλης δεν ευκαιρούσε τόσο γρήγωρα. Τις δυο μέρες πέρασα σε πυρετό προσδοκίας και στον πυρετό κείνο, μπορώ να πω, λησμόνησα ολότελα κάθε άλλο.

Σύρε, μητέρα μ', στο καλό και στην καλή την ώρα, κ' εμένα να με καρτεράς το Σάββατο το βράδυ, όταν σημαίνουν εκκλησιαίς και ψαίλνουνε παπάδες, τότες και συ, μανούλα μου, νάχης χαραίς μεγάλαις. Και τι χαραίς μεγάλαις, τω όντι, τι χαραίς δι' όλα τα παιδία!

Και μετά δυσκολίας πολλής εμπόδισε τον αδελφόν του να μη τον αικίση. — Να, κοντεύουε τώρα, Νταντή . . . — Αργούμε ακόμα, Μπεφάνη . . . — Τι λες, βρε Νταντή; . . . Δευτέρα πέρασε, Τρίτ' Τετράδ' μια, Πέφτ' Παρασκευή δυο, Σαββάτο, πρώτα ο Θεός είμαστε πέρα. Και &ούτως οδός βραχεία γίγνεται&, όχι κατά τον Σοφοκλέα.