Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, κ' εφόρεσεν ο Οδυσσηάς χιτώνα και χλαμύδα• μανδύαν λαμπροΰφαντον μέγαν ενδύθ' η νύμφη 230 χαριτωμένον και λεπτόν, κ' εζώσθηκε ζωνάρι χρυσόν, ωραίο, κ' έβαλε 'ς την κεφαλή καλύπτρη. να προβοδά τότ' άρχισε τον θείον Οδυσσέα. αξίναν του 'δωκε τρανήν, αρμόδια 'ς την παλάμη, χάλκινη, κ' ήταν δίστομη• και μέσ' είχ' εμπηγμένο 235 σφικτά στελειάρι ελάινον εύμορφο, και σκερπάνι του 'δωκε ακόμη ακονιστό• κ' εκίνησεν εμπρός του προς κάποιαν άκρη του νησιού, οπού 'χε υψηλά δένδρα, κλήθρη και λεύκα κ' έλατο, 'που τον αιθέρα εγγίζει, από καιρούς κατάξερα, ώστ' ελαφρά να πλέουν. 240 και αφού τον τόπο του 'δειξεν, οπού 'χε υψηλά δένδρα, η Καλυψώ 'ς το δώμα της η αθάνατη επανήλθε• τα ξύλα εκείνος έκοβε, και 'ς το έργον επροχώρει• όλα όλα είκοσιν έρριξε, πελεκητά τα επήρε• με τέχνη τα εσκερπάνισε, κ' ίσιασε αυτά 'ς την στάφνη. 245 ωστόσο η θεία Καλυψώ του 'φερε τα τρυπάνια, και άμ' όλ' αυτός τρυπάνισε και τ' άρμοσ' όλ' αντάμα, με ξυλοκάρφια την πλωτή και αρμούς σφυροκοπούσε. και όσο πλατειά την πατωσιά για φορτηγό καράβι άξιος μορφόνει ξυλουργός, τόσο και της πλωτής του 250 κείνος το πλάτος έκαμε• κ' έστησε ταις σανίδαις ορθαίς, και, με στραβόξυλα πυκνά δένοντας όλα, έπλαθεν• ετελείωσε με μακρυνά δοκάρια. κατάρτι έπλασεν έπειτα, και αντένα, οπού ταιριάζει• πηδάλι ακόμη εμόρφωσε, μ' αυτό να κυβερνάη• 255 και με κλαδιά της λυγαριάς την έφραξε όλη πέρα, του κύματος προφυλακή, και μέσα εσώρευσ' ύλη. κ' έφερε υφάσματα η θεά, να γίνουν τα πανία, και αυτός εφιλοτέχνησε κ' εκείνα• και κατόπι απλαίς 'ς εκείνην έδεσε, σκόταις και παλαμάρια, 260 και με λοστούς την έσυρε 'ς την θάλασσα την θεία.
Μαθών τούτο ο αυτοκράτωρ ώρμησεν εναντίον της πόλεως. Η προφυλακή του αυτοκρατορικού στρατού συγκρουσθείσα μετά της φρουράς του Χοσρόου την κατέστρεψε και άλλους μεν εφόνευσεν, άλλους δε και αυτόν τον αρχηγόν έφερε δεσμίους εις τον Ηράκλειον.
Ο Οδυσσέας τότε αυτού κοιμήθη και οι ποιμένες 'ς το πλάγι του εκοιμήθηκαν• όμως ο χοιροτρόφος να κοιμηθή δεν έστερξεν αυτού μακράν των χοίρων, 525 αλλ' αρματόνονταν να βγη• κ' έχαιρεν ο Οδυσσέας ότι 'ς την απουσία του πονούσε για το βιο του. πρώτ' απ' τους ώμους τους τρανούς εκρέμασε το ξίφος• χλαμύδα εφόρεσε χοντρή, προφυλακή του ανέμου, έβαλ' επάνω μαλλωτήν παχειού μεγάλου τράγου• 530 και ακόντι πήρε σουβλερό, διώκτην ανδρών και σκύλων, και να πλαγιάση εκίνησεν, οι χοίροι οπού κοιμώνταν, κάτω από πέτραν θολωτήν, οπού ο Βορηάς δεν πιάνει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν