United States or Pitcairn Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γραία όμως περισσότερον μνησίκακος, διακόπτουσα ταύτην αποτόμως, έλεγε: — Το κεφάλι του, πες! Και υπερασπίζουσα τους πτωχούς χωρικούς, προσέθετεν: — Ήθελε να πλουτήση από το λάδι. Μα το λάδι του φτωχού είνε ανακατωμένο με το αίμα του και είνε κακοχώνευτο. Να κάμη μια δουλειά να ζήση, 'σαν άνθρωπος, όχι να μοιράση τα λεπτά του, ν' αδειάση τα χέρια του, και να κρατή ύστερα τον ναργιλέ του!

Το χωρίον όλον ωμιλούσε διά τους γάμους αυτούς. — Τι ταιριασμένο αντρόγυνο! έλεγεν ο κόσμος. Τι ωραία που ζουν! Πώς την αγαπά την γυναίκα του ο Νικολάκης! Ούτε για νερό δεν την αφίνει να πάη. — Καλέ μαγειρεύει μόνος του, προσέθετεν υπερόριος φθονερά κόρη. Ακούς να μαγειρεύη μόνος του! Ντροπής λιγάκι! — Ταχειά 'σάν φάει τα λίγα λεπτά, σου λέγω εγώ, εβροντοφώνει μία γραία πολυλογού.

Νά βρε! έλεγε προς τους πειράζοντας αυτόν νεανίας. Μ' αυτό το φέσι, βρε σεις, επήγα εγώ μέσ' 'ς τη Μαρσίλια. Aϊντήτε και σεις ντε; Να! Και κάμπτων τον αγκώνα, προσέθετεν επίδεικτικώς: — Κοτσάνι! Και τωόντι ο ευφυής ούτος ναύτης εσχηματίσθη εις πλοίαρχον μόνος του.

Δεν εύρισκε λοιπόν την αιτίαν διά την οποίαν τόρα έπρεπε να αισθάνηται, έστω και την παραμικράν στενοχωρίαν ενώπιον του Μήτρου, ενός ασχημανθρώπου! Πάλιν δ' επανελάμβανε, βεβαιούσα εαυτήν, ότι και η απουσία του καθόλου δεν την ενδιέφερε· και πάλιν προσέθετεν ότι καλλίτερον είχε να ήτο εκεί. — Μονάχα να μην παίξη τη φλογέρα· εψιθύρισε.

Εγώ τον είδα· ήταν ένας γέρος με μακρυά άσπρα γένεια και μεγάλα μάτια· αυτός μας έβγαλε· έλεγεν η Μάρω περί του σωτήρος των. — Μπορεί να ήταν και γέρος· εμέ μου φάνηκε πως ήταν σύγνεφο και μέσ' απ' αυτό εβγήκε ένα χέρι· προσέθετεν ο Γιάννος, όστις εν αγνοία του εταύτιζε τον σωτήρα των προς τους πτερωτούς αγγέλους των εικονογράφων.

Αλλ' επειδή τω εγένετο παρατήρησις, «δασκάλεμα» ως έλεγεν, ίνα μη φανή ότι οδηγείται, αυτός «που είχε φάγει τη θάλασσα με τη χούφτα», εξηκολούθησε να πλέη κατ' ευθείαν και ιδού: — Κραφφφ! έτριξεν η Ευαγγελίστρια επί της υφάλου, εν ώ ο καπετάν Κωνσταντής, θυμωμένος ακόμη, προσέθετεν: — Όσα ξέρει αυτό το φέσι, δεν τα ξέρει το ξερό σας!

Η θειά Ζωίτσα εκίνει τεθλιμμένη την κεφαλήν. — Σου πήρε δύο κομμάτια ο Μπάρμπα Δήμας! παρετήρουν άλλοι τινές κτηματίαι μετά θαυμασμού. Όσα κι' αν έδωσε, χαλάλι! — Καλά στερνά! προσέθετεν έτερος επιφυλακτικότερος. Εμένα μου τ' ώπεν ο Παπά Ιερεμίας. Τα μοναστηριακά είνε αφιερωμένα εις τον Θεόν.

Ο Θηραμένης ισχυρίσθη ότι ο στόλος ούτος, προορισμένος διά την Εύβοιαν, δεν ήτο φυσικόν να εισέλθη εις τον κόλπον της Αιγίνης και να επιστρέψη να αγκυροβολήση εις την Επίδαυρον εκτός εάν προσεκλήθη προς τον σκοπόν, τον οποίον δεν έπαυε να επιρρίπτη κατά των τετρακοσίων, και προσέθετεν ότι δεν έπρεπε πλέον να μένουν ήσυχοι.

Εγώ δεν θέλω ούτετα μάτια μου να τον ιδώ πλέον, μα για το χατήρι σου πάμε, είπε μίαν ημέραν ο ένορκος, θέλων και να ξεσκάση, ως έλεγεν, απαρηγόρητος, διότι ο εισαγγελέας, ένας γέρος, πετσί και κόκκαλο από την κακίαν του, έλεγεν ο ένορκος, οπού ήθελεν όλο να καταδικάζη, για να δείχνη την κακίαν του, προσέθετεν ο ένορκος, τον εξήρεσεν εκείνην την ημέραν από μίαν δίκην ενδιαφέρουσαν και ήτο λυπημένος, ως να έχασε χρήματα.