Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025
«Καλά να παστρευθής δεν θα 'μπορέσης απ' όλα της ζωής σου τ' αμαρτήματα· θα κολασθής, 'στα Τάρταρα θα πέσης, εδώ δεν έχουν πέρασι τα χρήματα.» Και είπε η πλουσία 'στην πτωχή: « Αν κι' ήναι απρεπές να σ' απαντήσω, αφού δεν είσαι άρχοντος ψυχή, αλλά με αναγκάζεις να 'μιλήσω.
Ο Βασιλεύς τους εδέχθη με πολλήν περιποίησιν, και τους εδιώρισε τα αναγκαία τους κατά πως έταξε και έμειναν πολλά ευχαριστημένοι. Την ερχομένην ημέραν ο Καλάφ ενδύθη τα πλούσια φορέματα που έλαβεν από χειρός του Βασιλέως, με ένα σπαθί πολύτιμον και άλλα στολίδια, ομοίως και μίαν σακκούλαν γεμάτην φλωριά.
Πρώτα-πρώτα πηγαίνουν η πλύντριες κι' η καμαριέρες, κι' έπειτα η γυναίκες και η κόρες των κομητών και των βαρώνων. Μία-μία περνούν, κ' ένας νεαρός ιππότης συνοδεύει κάθε μια τους. Τέλος πλησιάζει ένα άλογο με την ωραιότερη γυναίκα που έχει δει στη ζωή του ο Καερδέν: Καλοκαμωμένο σώμα και πρόσωπο, μέση χαμηλή, φρύδια ζωγραφιστά, μάτια γελαστά, και μικρά δοντάκια. Φορεί κόκκινη πλούσια ρόμπα.
Η οδός Ερμού ήτο έρημος ακόμη διαβατών· και μόνον οι υπάλληλοι των πλουσίων της οδού ταύτης καταστημάτων, αγρυπνήσαντες όλην την νύκτα, παρεσκεύαζον τα πλούσια κομψοτεχνήματα της Πρωτοχρονιάς με προσοχήν εξαιρετικήν, ως να έστηναν παγίδας να συλλάβωσι κοσσύφους, κ' εκάλλυνον εν παρατάξει τα χρυσόλαμπρα αθύρματα εντός των προθηκών, αίτινες ομοιάζουσι με τα βέλα πολλών κυριών, διακοσμούντες αυτά ούτως ώστε μία απλή επιθεώρησις αυτών ν' αρχίζη από περιέργειαν και να τελειώνη εις ίλιγγον, όπου ο αγοραστής να μη γνωρίζη τι θα δώση και τι θα πάρη.
Οι πλούσιοι χρωστήρες του Γιόττο και του Φρα Αντζέλικο εζωγράφησαν την Παρθένον και το Τέκνον της, καθημένους επί μεγαλοπρεπών θρόνων, υπό ουρανούς χρυσούς· τους ενέδυσαν με χρώματα πλούσια ωσάν του θέρους και αβρά ως των ανθέων της ανοίξεως, και εκόσμησαν τα κράσπεδα των εσθήτων με χρυσά κεντήματα και τους εστεφάνωσαν με ανεκτιμήτους αδάμαντας. Πολύ διάφορος ήτο η πραγματικότης.
Μόνο λέγανε πάλι μια με την άλλη: «Πού να βρίσκεται ο καϋμένος!» Καλοκαίρι κι’ άνοιξη οι γυναικούλες, γυρίζοντας απ' τα χωράφια, μιλούσανε για τον τρελλό, που χάθηκε και κανένας δεν ξέρει πού να πήγε. .... Ένας χωρικός γύρισε με χρόνια από μακρυνή και πλούσια πολιτεία. Ο νεοφερμένος ιστορούσε στους συντοπίτες του μια παράξενη ιστορία. Την ιστορία ενός Προφήτη.
Ναός της Ήρας, ναός του «Πανελληνίου Διός», ναός «τοις Πάσι Θεοίς», γυμνάσια, στοές, βιβλιοθήκες, όλα θεόλαμπρα, όλα πλούσια, όλα δίχως ψυχή και ζωή, εξόν οι Κολώνες του Ολύμπιου Δία, που από τις εκατόν είκοσι τέσσερεις ακόμη ζούνε και στέκουνται δεκαπέντε· ίσως επειδή τα είχε αγιασμένα τα θεμέλια του ναού εκείνου ο ίδιος ο Πεισίστρατος κ' οι απόγονοι του.
Εάν λοιπόν τους αφήσης να διαρπάζωσι και να κρατώσι δι' εαυτούς πλούσια πράγματα, ιδού τι θα ακολουθήση εις σε· εκείνον όστις λάβη τα περισσότερα, θα αναγκασθής μετ' ολίγον να τον πολεμήσης ως επαναστάτην.
Την είχα δει με τεράστια κύματα μεγαλωμένα από την παιδική φαντασία ως το αφάνταστο. Είχα δει τα φύκια, τις μέδουσες και τα θαλασσινά αστεράκια, ολάκερη την πλούσια ζωή του βυθού στους ρηχούς κόρφους και κοντά στους σταχτιούς σκοπέλους.
Εσύ, είσαι αρχόντισσα· εάν διά το κρύον με τόσην πολυτέλειαν το σώμα σου στολίζης. η φύσις δεν χρειάζεται τα πλούσια στολίδια αυτά, που είναι περιττά διά να σε ζεστάνουν. Αν είν' ό,τι χρειάζεται και μόνον, δώσετέ μου υπομονήν, ω ουρανοί! Υπομονή μου λείπει! Εμπρός σας στέκω, ω θεοί, δυστυχισμένος γέρος, από την λύπην μου βαρύς, καθώς κι' από τα χρόνια, και εις τα δυο ελεεινός.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν