Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
Ευκίνητη πηγαίνει κι' όμως περίφοβη, κυττάζοντας σε κάθε βήμα μήπως πίσω από τα δέντρα προδότες είναι κρυμμένοι. Μόλις τη βλέπει ο Τριστάνος με τα χέρια ανοιχτά, τρέχει απάνω της. Τότε η νύχτα κι' ο φιλικός ίσκιος του μεγάλου πεύκου τους προστατεύουν. . ..
Μόνον εκ των νώτων ήτον αόρατος, αλλ' όχι κατά πρόσωπον. Άμα οι τρεις κλέφται έφθανον πέραν του πεύκου, θα την έβλεπον ως καρφωμένην εκεί. Οι τρεις άνδρες έτρεξαν, το επροσπέρασαν, κ' εξηκολούθησαν να τρέχουν. Οι δύο εξ αυτών ουδ' εστράφησαν οπίσω να ιδούν. Εφαντάζοντο ότι η «τσούπα» έτρεχεν εμπρός.
Στη στροφή, όχι μακρυά από το ψηλό κιγκλίδωμα, είδε να υψώνεται στην ξαστεριά τ' ουρανού τον εύρωστο κορμό του μεγάλου πεύκου. «Ωραίε κύριε, περίμενέ με στο πρώτο δάσος που θ' απαντήσης. Θα γυρίσω σε λίγο. — Πού πάς; Τρελλέ, ζητάς κι' όλα το θάνατό σου;» Αλλά ο Τριστάνος, μ' ένα σίγουρο, πήδημα, είχε περάσει κι' όλα το κιγκλίδωμα. Πήγε κάτω από το μεγάλο πεύκο, κοντά στο μαρμαρένιο πλατύσκαλο.
Μόνον την τελευταίαν στιγμήν, ο τρίτος εστράφη, οπωσούν σκοτισμένος, προς τα οπίσω, και εκύτταξε παντού αλλού, όχι όμως εις τον κορμόν του πεύκου. Έβλεπε και τον πεύκον συλλήβδην, με τ' άλλ' αντικείμενα, χωρίς να φαντάζεται, ότι ο κορμός του είχε κοιλίαν, και ότι εντός της κοιλίας εκρύπτετο άνθρωπος.
Κ' έβγαιναν 'ςτον ανήφορο εκείνο κι από τα χαμηλότερα σπίτια, για ν' απολάψουν τη δροσιά του βουνού και τ' αθάνατο νερό τ' Αζώηρου, που ήτον κατάκρυο και καλοχώνευτο, κι όπ' έβρισκαν συχνά μέσα του χλωρά φύλλα πεύκου κι οξιάς και πουρναριού των ψηλωμάτων του Πίνδου.
Τα μάτια του, αι παρειαί του, το στόμα του· και ιδίως η ουλή του δεξιού του χείλους. Και επειδή νέα διάθεσις ψαλμωδίας ανεφάνη ζωηροτέρα της πρώτης, είπεν ο φίλος μου ο Αλεξανδρής με το πατροπαράδοτον σατυρικόν πνεύμα, λεπτόν ως αεράκι πεύκου γηραιού, ίνα προλάβη πάσαν του κυρ Στρατή θρηνωδίαν. — Να σου πω, κυρ Στρατή.
Κ' έβγαιναν 'ςτόν ανήφορο εκείνο κι από τα χαμηλότερα σπίτια, για ν' απολάψουν την δροσιά του βουνού και τ' αθάνατο νερό τ' Αζώηρου, που ήτον κατάκρυο και καλοχώνευτο κι οπ' έβρισκαν συχνά μέσα του χλωρά φύλλα πεύκου κι οξιάς και πουρναριού των ψηλωμάτων του Πίνδου.
Όλα αυτά είνε πλεγμένα ομού εις τον στέφανον και τα κερδαίνομεν εις τον αγώνα, εις τον οποίον αυταί αι ασκήσεις και οι κόποι φέρουν. ΑΝΑΧ. Απορώ πώς, αφ' ού είχες να μου αναφέρης τοιαύτα και τόσον σπουδαία άθλα, μου ωμίλεις περί μήλων και σελίνων, περί κλάδων ελιάς και πεύκου. ΣΟΛ. Αλλ' ουδ' αυτά θα σου φάνουν μικρά άμα εννοήσης τι θέλω να είπω.
Όταν ανθίζ' η αγράμπελη κι' απλώνει τα κλαδιά της 'Στό σχοίνο, στο χαμόδενδρο, στου πεύκου τα κλωνάρια, Στα ρέμματα του ποταμού, στον εγκρεμό του βράχου, Κι' αγέραν, κάμπους και βουνά, την πλάση πέρα ως πέρα Γιομόζει από μοσχοβολιά με τον ανασασμό της.
Ωστόσο ο Καπετάν-Πρέκας θάφτηκε δίπλα στη γρηά του, κι' αν δεν μοιράστηκε μαζί της το υστερνό κρεββάτι, μοιράστηκε τον ήσκιο ενός γέρικου πεύκου. — Κρίμα! είχε πει η γρηά Σουρούταινα ο Φιλόσοφος, που δεν ήτανε βολετό ν' ανοίξουνε το λάκκο της γρηάς του και να της τον βάλουνε στην αγκαλιά της. Να κοιμηθούνε σαν τα τρυγονάκια, τα πουλάκια μου!... — Λοιπόν! νακούσης αυτό που σου λέω εγώ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν