Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Ο γίγαντας αυτός, που δεν μπόρεσαν να τον καταβάλουν η άρνηση του ύπνου, της αναπαύσεως, των βιβλίων, της τροφής και του κρασιού, λιπόθυμος σχεδόν από την αδυναμία ζητάει στη θάλασσα πρώτα, στην Νεάπολη έπειτα, στο Παρίσι τέλος νέα εποχή μύθων και δραμάτων. Αποτυχαίνει.
Θα έλθετε να μας επισκεφθήτε εις το Παρίσι; — Ακούς εκεί! είπον εγώ παίζων, θα έλθω να σας επισκεφθώ εις την Καλκούτταν. Ο πατήρ σου με προσεκάλεσεν. — Αλήθεια; — Ανεφώνησε περιχαρής η κόρη, και ερρίφθη περί τον τράχηλον του παριόντος κατ' εκείνην την στιγμήν πατρός της, εξαναγκάσασα αυτόν να σταματήση χωρίς να το θέλη. — Αλήθεια, πατέρα, θα έλθη εις την Καλκούτταν; Ο κ.
καθώς περνούσε η αυγή των δώδεκα χρονών κι' ακούγαμε, θαρρείς, το χτύπο των φτερών του αρχαγγέλου που τα οδηγούσε στο ναό — το φτιασίδι σου άσπρισε. Και την ψυχή σου την περόνιασε τέτοιο κρύο που την άκουσα να πέφτη και να περιμένη ένα θάνατο αργό και βουβό, καθώς πεθαίνουν μέσα στο χιόνι. Παρίσι, 1909. Το πρώτο φιλί που μου χάρισε — το πήρανε τα χείλη του άλλου που θάρθη.
Στην πλάκα του τάφου του Verlaine, γυμνή και μαύρη, απ' τη δόξα, στην πλάκα του τάφου του αφήκα ένα μικρό τριαντάφυλλο. Ήταν η πόλη σταχτιά, οι λεύκες του Παρισιού γυμνές, η ψυχή μου βαρειά. Άνεμοι της νύχτας! Όταν θα χορέψετε απόψε στο κοιμητήρι των Batignolles — μη μου σβύσετε, παρακαλώ σας, την απαλή φλόγα της θυσίας, το τριαντάφυλλο, που το άναψα — στης ανησυχίες του! Παρίσι, 1909.
Ο μάγος βλέπει το έθνος, και τότες πια και το έθνος βλέπει το ίδιο τι είναι, βλέπει τι αξίζει. Η ψυχή του μεγαλώνει και γίνεται φανερή. Τέτοια πανάγια δουλειά κάμνει η φιλολογία, η ελαφρά φιλολογία, που δεν είναι λαφριά και που δεν είναι μπόσικο παιχνιδάκι. Φτειάνει έθνος και φωτίζει από μέσα τους λαούς. Παρίσι 1891.
Και τώρα πήτε μου δεν είναι νόστιμο, εγώ που κάθουμαι στο Παρίσι, σα γράφω ρωμαίικα, λέξη να μη φυσώ για μωζάικες — ούτε για ψηφίδες — και του λόγου του, που κάθεται στην Ελλάδα, να κάνη τη γλώσσα του σωστή μωζάικα, με χίλιους όρους παρμένους από την Εβρώπη και μάλιστα, φοβούμαι, να παίρνη τους όρους που κατάντησαν πια πρόστυχοι και που γούστο δεν έχουνε; Ή μήπως έπαθε ο κ.
Αλλά πώς εδώ; πόθεν έτσι έξαφνα; πότε ήλθες; — Χθες το βράδυ, από το Παρίσι, διά να ιδώ τας Αθήνας μου. — Πάντοτε φιλαθήναιος! Σ' ενθυμούμαι από τους μαθητικούς μας χρόνους, ότε ανέβαινες δις της εβδομάδος εις την Ακρόπολιν διά να θαυμάσης το πανόραμα των Αθηνών. — Τώρα τας θαυμάζω απ' εδώ. Τι μεταβολή! Και συ τι γίνεσαι, τι κάμνεις; — Το βλέπεις, τι κάμνω. — Δεν το βλέπω διόλου.
Στις επαρχίες τις πάνε στην ταβέρνα· στο Παρίσι τις σέβονται, σαν είναι ωραίες, και τις πετούνε στα σκουπίδια, σαν πεθαίνουνε. — Τις βασίλισσες στα σκουπίδια! είπε ο Αγαθούλης. — Μάλιστα, είπε ο Μαρτίνος. Ο κύριος αββάς έχει δίκιο. Ήμουνα στο Παρίσι, όταν η δεσποινίς Μονίμη πέρασε απ' αυτή τη ζωή στην άλλη.
Και στο τέλος, όλοι οι Έλληνες, θα συμπληρώνουν τις σπουδές τους, όχι το σκολείο των πολιτικών επιστημών στο Παρίσι, αλλά στον Ε λ λ η ν ι κ ό σ τ ρ α τ ό ή σ τ η Μ α κ ε δ ο ν ί α, ― γιατί στην ανατροφή των Ελλήνων χρειάζονται προ πάντων οι κίντυνοι, και ο πόλεμος.
Σωτηριάδης, εμείς το λέμε ξεμαθαίνω. Μήπως λοιπόν και την ξεμάθαινε τη γλώσσα στην Αθήνα, όσο εγώ την απομάθαινα στο Παρίσι; Να που κάτι ξέρουμε και μεις. Καλέ, στο Παρίσι να μας έρθη ο κ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν