Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025
Έλα όμως πες μου τώρα αφτά και μίλα την αλήθια· 380 μην πας στα ξένα πουθενά το τόσο βιος και πλούτος για να σωθεί σου ανέγγιχτο, ή κι' όλοι παραιτάτε πια τώρα το θεόχτιστο καστρί σας, τρομασμένοι που τέτιο σάς σκοτώθηκε στη μάχη παλικάρι, ο γιος σου; Αφτός δεν άφινε τους Αχαιούς ν' αγιάσουν.» 385
«Όμως λογάριαζα κ' εγώ νάρθω τη νύκτ' απόψε, »μα το γλυκό τον Έρωτα, μαζί μ' άλλους μου φίλους, »κρύβοντας μέσ' στον κόρφο μου γλυκόμηλα του Βάκχου »κ' ένα στεφάνι ολόγυρα στην κεφαλή φορώντας, «στεφάνι λεύκας, ιερό κλωνάρι του Ηρακλέους, «στεφάνι καταστόλιστο με κόκκινες κορδέλλες.» Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.
Η γριά όμως στράφηκε στον Έφις που στεκόταν παράμερα με το κεφάλι κατεβασμένο και κοίταζε το λιθόστρωτο. «Δεν το είπε σ’ εσένα ότι θα την παντρευτεί; Εμπρός, πες το, το είπε ή όχι;»
ΑΣΤ. Κι' είσαι γιαμά απ' τ' άι βασιλειού τον τόπο; για δι' αύτο είσαι και χαντζής — ν' άμπ' ο διάολος μέσα σην καβούκα σου — και πες μου μουρέ εσύ, πώς εγίνηκε ο λαβωμός του Κρητικού; ΑΝΑΤ. Αρτίκ πινσάτο, μινσάτο, εγώ ντε ξέρω, αρβανίτη χτύπησε κηρτικό, βέρσελλαμ .
Μόνον ο Κώστας ο θερμαστής, πάντα ίδιος, ηθέλησε πάλι να κεντήση τον γέροντα: — Έλα, πες μας Μπάρμπα — Καληώρα, πόσες φορές ναυάγησες;
Κι ο Συμεών, αγριεμμένος, ταραγμένος, απόμεινε μ' ανοιχτό στόμα, κάμνοντας το σταυρό του. — Μας έκλεψαν και δε μας έκλεψαν, πες... Ας είνε. Ας τ' ακούση και του λόγου του από δω, δεν πειράζει. Εκείνοι οι δυο χωριάτες απάνω απ' το Καψί, που πλάγιασαν εδώ χτες νύχτα, έκατσαν ίσα με το γιόμα. Ο ένας έκανε τον ανήμπορο.
Να σου πω όμως την αμαρτία μου. Κατά μέρος τις στάμπες, βάζω στοίχημα πως είσαι ξανά ερωτεμένος. Κατεργάρη! ΦΛΕΡΗΣ — Άφισέ με, καϋμένε γιατρέ. Η ευθυμία σου, αυτή η αιώνια ευθυμία σου, με πειράζει κάμποσες φορές. Πήγαινε να ιδής τους αρρώστους σου. Θέλω να μείνω μοναχός μου. ΜΙΣΤΡΑΣ — Ω! νεύρα, νεύρα! Ανάψαμε πάλι. Ανάψαμε . . . Έλα, πες μου σοβαρά. Βάζω στοίχημα πως νοσταλγείς τη Λέλα.
Αχ, αϊτός μαθές είνε, και την αρπάζει την ακριβή μας και πετάει απάνω από κύματα κι από βουνά να τη σφαλήξη μες στη φωλιά του την πλουμιστή μας την περιστέρα. Γαρουφ. Να μη σ' ακούση, κερά μου, το κορίτσι, και στάξη δάκριο απάνω στα νυφικά της. Κοίτα την, κερά μου, και πες μου αν είδες ποτές σου τέτοιον ήλιον να λαμπροφέγγη.
Πες μου, όμως, πες μου Έφις», συνέχισε θλιμμένη, «δεν είμαστε πολύ άτυχες εμείς; Ο Τζατσίντο που μας έχει καταστρέψει και παντρεύεται εκείνη την ξεβράκωτη και η Νοέμι, αντίθετα, που πετάει ένα τέτοιο τυχερό.
Και πάλι τη ρωτούσε ο Πέτρος : — Τι στάζει στην καρδιά μας ο Αποσπερίτης κ' είναι γλυκό σαν μέλι; Κ' η Μαρία του αποκρινότανε: — Αλλοίμονο! Τα μάτια μας δεν φθάνουνε να ιδούνε. Ο Πέτρος λυπότανε βαθιά, που δεν ήξερε όλα ταπόκρυφα της ομορφιάς του κόσμου. Και ρωτούσε πάλι την αδερφούλα του καρφώνοντας τα βασιλεμένα μάτια προς τα Μαλλιά της Βερενίκης. — Για πες μου, καλή μου αδερφούλα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν