Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025
Ευθύς ζωντανά τα κύματα άρχισαν να δέρνωνται στα ριζιμιά σπηλάδια. — Τις βάρκες, μωρέ παιδιά! φωνάζουν δυνατά. Ώστε να το ειπούν, οι βάρκες βρίσκονται καρφωμένες στα δόντια του βράχου και ροκανίζονται αργά και άσφαλτα με τον αφρό και την ορμή του κυμάτου. Απελπισμένοι πηδάνε στ' ορθολίθι ν' αγναντέψουν τις φρεγάδες.
Επίστεψα πως μ' εκύταζε κατάματα, πως εμιλούσε θλιμμένα, πως μ' έβριζε παραπονιάρικα: — Άπιστε, απατεώνα, δειλέ! ... — Πίσω μου διάτανε! είπα κάνοντας τον σταυρό μου. Ηθέλησα να φύγω· αλλά δεν εβάσταγαν τα πόδια μου. Μολύβι το σώμα εκόλλησε στ' ορθολίθι και τα μάτια μου, τ' αυτιά, η ψυχή μου όλη παραδομένη στο κύμα, κολακευμένη άκουε το μελαγχολικό παράπονο: — Άπιστε, απατεώνα, δειλέ! ...
Ακούνε από τις φρεγάδες, ρίχνουν άλλες βάρκες στη θάλασσα, α — λά τα χέρια στα κουπιά, βγαίνουν έξω. Μαθαίνουν κ' εκείνοι το θαύμα, ρίχνονται όλοι στη σπηλιά· μα αντί να χωρίσουν πιάνουν τη φιλονεικία. — Όχι εγώ θα μπω πρώτος. — Όχι εγώ. Λόγον προς λόγο πιάνονται στα χέρια, τραβούν τα στυλέτα· μακελοκόβονται κ' εκείνοι. Το ναυτόπουλο βλέποντας έτσι πηδάει πάλι στ' ορθολίθι και βάνει τις φωνές.
Επήγαινε πάντα μοναχός, εμιλούσεν, εχειρονομούσε πότε δυνατά και ωργισμένα, πότε κουφά και φοβισμένα σαν να ήταν συνωμότης του εαυτού του. Και κάθε ηλιοβασίλεμα εξεκινούσεν από το σπίτι του που ήταν στη Χηρόλακκα ψηλά, εγλύστραγεν αμίλητος στην αγορά, εκατέβαινε στο λιμάνι, έστεκε κατάνακρα στ' ορθολίθι, εκύταζε τη θάλασσα. Εκύταζε κάπου μισή ώρα.
Και τότες φτάνει ο Πάτροκλος μπροστά στον Αχιλέα χύνοντας δάκρια φλογερά, σα βρύση βουρκωμένη π' απ' ορθολίθι τα θολά κατρακυλάει νερά της.
Ξαπλωμένος κατάνακρα στ' ορθολίθι, τα πλατειά νώτα στηρίζοντας στη χορταριασμένη πλαγιά, ψηλαφά τα ψαρά γένεια του και ατενίζει κάτω σαν θαλασσινός θεός που θέλει να γνωρίση το απέραντο κράτος του.
Εγώ ετράβηξα· δεν ήταν να χασομερίζω περισσότερο. Επέρασα βράχους, επήδησα λιθάρια, έπεσα εσηκώθηκα· πάλι έπεσα, πάλι εσηκώθηκα· έφτασα κάποτε σε μια καλύβα. Ηύρα εκεί όλους τους άλλους γύρω στη φωτιά. Βρεγμένους, ξεσκλισμένους, ματωμένους, γερούς όμως όλους. Όλους όχι. Ο καπετάν Δρακόσπιλος έμεινε στ' ορθολίθι ως που τον έθαψε ζωντανόν το χιόνι.
Φτάνουν έξω από τη σπηλιά, πιάνουν φιλονικεία. — Όχι εγώ θα 'μπω πρώτος. — Όχι εγώ. Λόγον προς λόγο πιάνονται στα χέρια. Πιάνονται στα χέρια. τραβούν τα στυλέτα· μακελοκόβονται. Να τι θα ειπή παλιόκοσμος! Για να εύρουν την αθανασία ηύραν όλοι τον θάνατο εμπρός στην πηγή της. Το ναυτόπουλο καθώς είδεν αυτά πηδάει στ' ορθολίθι και βάνει τις φωνές.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν