Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Σκόρπαε τα ξηρά φύλλα τους και του βουνού τα στεγνά τσάχαλα, τα παράδερνε εδώ κι' εκεί 'ςτό χάος του αθέρα και τ' άρριχνεν ύστερα ολόβολα μίλια μακριά από τη γη που τα σήκωσε κι από τα κλαράκια που τα 'κοψε'. Σαν επέρασε μια στιγμή τ' ανεμόχολο, έλαμψε λίγο ο ήλιος 'ςτά λόγγα του Σκλούπου πέρα, και κατόπι δεν τον ξανάειδαμε ως την άλλη αυγή.

Αυτά 'πε και μ' ένα ραβδί τον έγγιξεν η Αθήνη, και το κορμί του ζάρωσε το λυγιστόν, ωραίο• 430 την ξανθήν κόμην έρριξεν ολόβολα τα μέλη με δέρμα του εσκέπασεν ανθρώπου γηραλέου• τους οφθαλμούς του θάμπωσε 'που τόσο αστράφταν πρώτα, και άλλο αποφόρι του 'βαλε παμπάλαιο, και χιτώνα, κουρελιασμένα, λιγδερά, και μαυροκαπνισμένα, 435 κ' επάνω δέρμα ελάφινο μακρύ και μαδημένο• και του 'δωκ' ένα ρόπαλο κ' ένα δισάκκι αχρείο, ολότρυπο, κ' είχε σχοινί χοντρό να το κρεμάη.

Σκόρπαε τα ξηρά φύλλα τους και του βουνού τα στεγνά τσάχαλα, τα παράδερνε εδώ κ' εκεί 'ςτο χάος του αθέρα και τ άρριχνεν ύστερα ολόβολα μίλια μακριά από τη γη που τα σήκωσε κι από τα κλαράκια που τα 'κοψε. Σαν επέρασε μια στιγμή τ' ανεμόχολο, έλαμψε λίγο ο ήλιος 'ςτα λόγγα του Σκλούπου πέρα, και κατόπι δεν τον ξανάειδαμε ως την άλλη αυγή.

Σαν πεταλούδα στη φωτιά, σ' εσένα γύραις φέρω· Και οχ τη φωτιά, που καίγομαι να φύγω δεν ηξέρω. Και μολοπού φλογίζομαι, πετώ ολόγυρά σου, Να ξεμακρύνω δεν μπορώ στιμήν από σιμά σου. Τα μάγια δεν τα πίστευα, και μάγια είσαι ατή σου· Τα μάγια είν' τα θέλγητρα, οπόχει το κορμί σου, Γιατί με χέρι αλάθευτο ηθέλησεν η φύση Της νιότης τ' άνθια ολόβολα προικιό να σου χαρίση.

Και πάρα πίσω ακόμα, τα ξακουστότερα του χωριού παλληκάρια, οπού συν τρία και συν τέσσερα μαζί κατέβαζαν στους στοιχειωμένους ώμους τους απάνου ολόβολα χάλαρα, ακέριους βαοιοκομμένους βράχους. Εδώ θυμώνταν κανένας τους παλιούς αντρειωμένους των τραγουδιών, τους σαραντάπηχους των παραμυθιών. Κάπου κάπου σταμάταγαν για να ξανασάνουν και να συγκεντρωθούν.

Τα λιθοσώρια οπ' άσπριζαν ολονυχτής στο βουνό απάνου, λαμποκοπούσαν τώρα στο περιαύλι της εκκλησιάς· και γύρα τους ολόρθος ο κόσμος του χωριού, ξεφορτωμένος και κατακόκκινος και χαριτωμένος κι ώμορφος και λαμπρός, εδέχονταν με χαρές και με παινετικά λόγια τους αντρειωμένους, οπού στερνοί στερνοί κατέβαζαν στους στοιχειωμένους των ώμους απάνου ολόβολα χάλαρα, ακέριους βαριοκομμένους βράχους.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν