United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλες οι παρεκάλεσές μου εστάθησαν ανωφελείς και μάταιες· μάλιστα τότε με κάθε σπουδήν εκατέβασαν το λείψανον της γυναικός μου εις τον τάφον· έπειτα αποχαιρετήσαντές με εκατέβασαν και εμένα εις ένα ξυλοκρέββατον ανοικτό με ένα αγγείον νερόν, και με επτά ψωμιά και μετά ταύτα εσφάλισαν το στόμα του πηγαδιού εκείνου με την μεγαλώτατην πέτραν, με όλους τους θρήνους, κλαυθμούς και οδυρμούς που έκαμνα μεγαλοφώνως.

Κ' έτρεξα να έμβω εις την εκκλησίαν. Τα άλλα τα παιδιά από τον φόβον τους έγειναν άφαντα εις την πρώτην φωνήν μου. Ο Φαφάνας, τρέμων από τον φόβον του, μ' έπιασεν από το καπότο, και μ' ετραβούσε κ' έλεγε με λαχτάραν. — Πού είνε; Πού είνε, Μισακέ, το κρεββάτι; Εις τον νάρθηκα εκεί επί τοίχου εστηρίζετο κρεμασμένον το ξυλοκρέββατον διά τας κηδείας των πεθαμένων.

Και φθάνοντες εκεί έξω από την πολιτείαν επάνω εις ένα λόφον, ο οποίος ήτον μακρύς έως δύο μίλια και έφθανεν έως το παραθαλάσσιον, τότε εσήκωσαν μίαν μεγάλην πέτραν, που εσφάλιζε την θύραν, ή να ειπώ το στόμα του τάφου και εκατέβασαν πρώτον το λείψανον της γυναικός εις το ξυλοκρέββατον μέσα εις εκείνο το βαθύτατον πηγάδι που εσυνέχετο με ένα πλατύτατον υπόγειον, έπειτα ο άνδρας αποχαιρετήσας όλους τους παρεστώτας, θρηνώντας και οδυρόμενος μετά πικρών δακρύων, εμβήκε, μόνος εις το ξυλοκρέββατον εις το οποίον έβαλον και ένα αγγείον με νερόν με επτά μικρά ψωμιά, διά να παρηγορήση την πείναν και δίψαν του εις τας ολίγας ημέρας, που έμελλε να ζήση εις εκείνο το υπόγειον· και ύστερα τον κατέβασαν και αυτόν εις τον τάφον, ή να ειπώ καλύτερα τον εκρέμασαν με το ξυλοκρέββατον έως που έφθασε κάτω και μετά ταύτα εσφάλισαν το στόμα του πηγαδιού εκείνου με ένα μεγαλώτατον λίθον, και ανεχώρησε καθένας εις το σπήτι του.

Εγώ τον καιρόν που την εκατέβαζον, επλησίασα εις εκείνο το μέρος, που απόθεσαν το ξυλοκρέββατον, και εν τω άμα που έκλεισαν την τρύπαν, άρπαξα τα ψωμιά και το νερόν της γυναικός, και της έδωκα ένα ράπισμα· αυτή από τον φόβον της απέθανεν ευθύς, ως τόσον εγώ έζησα και άλλας μερικάς ημέρας.

Αφού ανεπαύθηκα ολίγον με κάθε αγαλλίασιν ανάμεσα εις τους βράχους, εγύρισα πάλιν πίσω εις το υπόγειον, όμως με τέτοιον τρόπον· έδεσα ένα σχοινίον μακρύ έξω από μίαν πέτραν, το οποίον σχοινίον το είχα μαζί μου από εκείνα που εκατέβαζαν τους νεκρούς εις το υπόγειον, και το είχα δεμένον από το κρεββάτι μου ή ξυλοκρέββατον, όταν ήκουσα το σύρισμα, με σκοπόν ότι εάν χάσω την στράταν εις το σκοτάδι εκείνο, να ημπορώ να γυρίσω πάλιν εις το κρεββάτι μου, εκεί που είχα το φαγητόν μου.

Ο βασιλεύς με όλους τους άρχοντας της συγκλήτου ηθέλησε διά να με τιμήση να με συνοδεύσουν και να παρασταθούν εις τον ενταφιασμόν μας· αφού εστόλισαν το λείψανον της γυναικός μου με όλα τα χρυσά και λαμπρά της φορέματα και τα πολύτιμα δακτυλίδια, σκουλαρίκια, από πετράδια και άλλα πολλά στολίδια τα πλέον εξαίρετα μαργαριτάρια της Ινδίας, το έβαλαν εις το ξυλοκρέββατον και σηκώνοντάς το εκίνησαν προς τον τάφον, ακολουθώντας το εγώ συντροφιασμένος από τον βασιλέα και όλην την σύγκλητον του παλατίου και άλλους φίλους.