Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025


Διά τελευταίαν φοράν διακρίνω το κατακόκκινον φως του σιγάρου του πρωραίου φρουρού, αγρυπνούντος βαρδιάνου, ακινήτου ως ξυλίνου, όστις τυλιγμένος εις το αμπαδένιο καποτάκι του, ως εντός μιας δίπλας της νυκτός, τραγουδεί το τραγουδάκι του, το γλυκύ του νυσταγμού του αντιφάρμακον, όπερ ως νανούρισμα δι' εμέ κομίζει η νυκτία δρόσος προς την αυτοσχέδιον κλίνην μου, υπό την βαρείαν της μπούμας επιστέγασιν: Από ξένον τόπο κι' απ' αλαργινόνγιάλα-γιάλα Ήλθε το Μορφάκι, ήλθε το καϋμένο δώδεκα χρονών. . . γιάλα-γιάλα.

Δεν δέχομαι κανένα μέσα, ούτε τον Βασιλέα. Ιδού! ακούονται μακρόθεν ψαλμωδίαι γλυκύταται και τρυφεραί ως κλαυθμοί, ως θρήνοι: — Δος μοι τούτον τον ξένον! . . . Ψάλλουσι το πομπικόν άσμα, «Τον ήλιον κρύψαντα», το εξόδιον μέλος, το τρυφερόν εκείνο τροπάριον, το οποίον συγκινεί και τα άψυχα: — Δος μοι τούτον τον ξένον! . . .

Το εξωτερικόν αυτού εμαρτύρει αυτάρκειαν άνευ ορίων, το βήμα του ήτο σταθερόν και μεγαλοπρεπές, ωσεί βήμα νικητού θρίαμβον άγοντος, το δε ήθος αυτού ανέφαινε διάνοιαν παχυνθείσαν εν αργία. — Καλησπέρα κυρ Γιάννη, είπε χαιρετίζων τον ξένον αυτόν, όστις ακίνητος και καθήμενος πάντοτε, εξηκολούθει μετρών και γράφων αριθμούς. — Καλησπέρα σας, αυθέντα, απήντησεν εκείνος.

Επομένως διαφορετικά είναι και τα δίκαια με έκαστον από αυτούς, και αυξάνουν επιπροσθέτως όσον είναι περισσότερον φίλοι, λόγου χάριν το να στερήση κανείς τον φίλον του τα χρήματά του είναι χειρότερον παρά τον συμπολίτην, και το να μη βοηθήση τον αδελφόν του είναι χειρότερον παρά τον ξένον, και το να κτυπήση τον πατέρα του παρά οποιονδήποτε άλλον.

Τα παράθυρα ήσαν κλειστά απ' έξω, αλλά επάνω από τα παραθυρόφυλλα εφαίνετο φως. — Ίσως με αφήσουν να ξενυκτήσω εδώ, είπεν ο μικρός Κλώσος, και υπήγε και εκτύπησεν εις την θύραν του γεωργού. Η νοικοκυρά ήλθε και του ήνοιξε, αλλά άμα ήκουσε τι ζητεί, του είπε να πηγαίνη εις το καλόν, διότι ο άνδρας της ήτο έξω και δεν ήθελε να δεχθή ξένον άνθρωπον, και του έκλεισε την θύραν.

Απέρασα ανάμεσα από μίαν φύλαξιν, και ένας οφφικιάλος, γνωρίζοντάς με διά ξένον, με ερώτησε τι γυρεύω· εγώ του είπα πως έχω να ομιλήσω του βασιλέως διά μεγάλην υπόθεσιν. Τότε αυτός με επήρε και με έφερεν εις τον βεζύρην, και ο βεζύρης με επαράστησεν εις τον βασιλέα.

Ο Βινίκιος ακούσας τας λέξεις ταύτας της ευλογίας ώρμησε προς τον Πέτρον, και ο απόγονος αυτός των Κυριτών, όστις προσφάτως ακόμη δεν ήθελε να αναγνωρίζη πάντα ξένον ως άνθρωπον, έλαβε τας χείρας του γέροντος Γαλιλαίου και τας έθλιψεν ευγνωμόνως εις τα χείλη του.

Ο Πρωτόγυφτος εκύτταζε τον ξένον απορηματικώς. — Θα είνε με δύο οπλισμένους ανθρώπους, επανέλαβεν ο άρχων. — Με δύο ωπλισμένους; αντήχησεν υποκώφως η φωνή του Γύφτου. — Ναι. — Δεν το είξευρα. — Και εν ανάγκη θα γείνουν τρεις, τέσσαρες, ημίσεια δωδεκάςΤο πιστεύω. — Δεν μας είνε δύσκολον. — Ειξεύρω ότι ο άρχων έχει εξουσίαν εις τον τόπον. — Διότι την απέκτησα. — Βέβαια.

Ο γέρω-Σταυρής, ανοίγων πρωί-πρωί το καφενείον του, κάτω εκεί εις την σκάλαν, διά κάθε ενδεχόμενον, ίστατο επί της θύρας, εισπνέων θορυβωδώς, ως άνθρωπος αιωνίως κρυωμένος, θέλων να περιποιηθή τον ξένον.

Αλλά προς τι; Κατά τι θα ωφελήση τούτο; Το λάθος μου δεν διορθώνεται, η νεκρά μου δεν θ' αναζήση. Διατί να διακοινώσω εις τον ξένον τούτον ό,τι ουδείς γνωρίζει; Ότε εν τη απελπισία μου έκραξα ότι εγώ την εφόνευσα, παρεξήγουν πάντες τους λόγους μου και ενόμιζον ότι παρεφρόνησα εκ της λύπης! Ας μείνη διά παντός άγνωστον το φρικτόν μυστικόν μου.

Λέξη Της Ημέρας

προφητεύσω·

Άλλοι Ψάχνουν