United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φαίνεται πως κ' εδώ κάμποσο βασανίστηκαν οι ντόπιοι με τους αλύπητους φόρους τους. Αυτοί είναι οι καρποί της μεγάλης ιδέας του Ιουστινιανού, που καταπιάστηκε να ξαναστηλώση το Ρωμαϊκό Κράτος με είκοσι χρόνωνε γιγαντένιους αγώνες και σε καιρούς που παρουσιάστηκαν πολύ σοβαρώτερες ανάγκες και πολύ μεγαλήτεροι κίντυνοι στην Ανατολή, καθώς τώρα τώρα θα δούμε.

Ούτε λογοφέρανε, ούτε τίποτε! Κανένας δεν είχε νοιώσει πώς έγινε το κακό. Σαστισμένοι όλοι γύρω, ντόπιοι και νεοφερμένοι, πριν προφτάσουν να ιδούν τον άνθρωπο που έπεφτε, και τον άνθρωπο πούτρεχε σαν τρελλός, σκίζοντας και τσαλαπατώντας τον κόσμο, αφήκανε το φονιά και χάθηκε. Όλοι μαζευτήκανε ύστερα γύρω από τον χτυπημένο, με πρόσωπα χλωμά και ξαφνιασμένα, με τις τρίχες σηκωμένες.

Και βιολιά, και λαούτα, ακούς, και λογιών-τω-λογιών τα λαλούμενα, τακούς, κι' όλ' οι βιολιτζήδες οι ντόπιοι, τρεις ξένοι, οι τουρκόγυφτοι με τα κλαρινέτα, ακούς . . . Και θα χορέψουν όλοι, που να πηδήσουν μεσούρανα, τακούς . . . Και πού είσ' ακόμα, ν' αρχίσουν να μας έρχωνται η νυφάδες για το Θανάση, κ' η πεθεράδες, που θα μας κουβαλούν ζαχαρομαχαλιά και κουραμπιέδες, και λογιών-τω-λογιών καλούδια . . . Ως το χειμώνα, φέτος, άλλο γάμο θάχουμε . . . Και ποια μάννα είνε σαν εμένα; . . . Πώς έχω τον νου μου, δεν λέτε; . . .

Μα το σπίτι δεν έδειχνε καθόλου πως είχε λείψανο. Τα πορτοπαρέθυρά του ήταν ορθάνοιχτα και μπαινόβγαινε ο ήλιος σα χρυσοφορεμένος γαμπρός. Στην αυλή μελισσολόι ο κόσμος· ντόπιοι και ξένοι ανάκατα. Γιατί μέσα στο χωριό και στ' άλλα περίγυρα δεν ήταν άνθρωπος που να μην ήξερε την κυρά Πανώρια. Άλλος απ' ακουή κι άλλος από ιδεί όλοι την ήξεραν κι όλοι τη λάτρευαν.

ΙΟΚΑΣΤΗ Την ευτυχίαν εύχομαι και σ’ εσέ, ξένε, για την καλή σου την ευχή σ’ αξίζει. Πε μου ποια χρεία σ’ έφερεν εδώ; Τι ν’ αναγγείλης; ΑΓΓΕΛΟΣ Πολλά αγαθά στον άνδρα και τ’ αρχοντικό σου. ΙΟΚΑΣΤΗ Ποια τούτα; Πες ποιος σ’ έστειλεν! ΙΟΚΑΣΤΗ Πώς θλιβερά κ’ ευφρόσυνα, όσα μας φέρνεις; ΑΓΓΕΛΟΣ Έλεγαν, πως οι ντόπιοι εκεί στην Ισθμίαν κάτω θενά τον κάμουν βασιλιά του τόπου εκείνου.

Η μεγάλη και δοξασμένη αυτή Πρωτεύουσα του Ιλλυρικού είταν τότες Γότθους γεμάτη. Τους Γότθους αυτούς, πράμα πολύ φυσικό, δεν τους πολυχώνευαν οι ντόπιοι, κι όχι τόσο από φυλετική όχτρητα, όσο από τις ληστείες και τις αρπαγές που βασάνιζαν τη χώρα αφότου σκορπιστήκανε στο Βασίλειο μέσα.

Εκαλαναρχούσα λοιπόν εις τα δεξιά, σαν αηδόνιόλον τον Κανόνα . Ο πατέρας μου ευχαριστημένος γιατί μ' εκαμάρωναν όλοι, ντόπιοι και ξένοι, για την γλυκειάν φωνήν μου, εκαμάρονε και αυτός, ξηροβήχων, και συγχρόνως ελογάριαζε, με τον νουν του, τα ασημένια οπού θα εσύναζα κατόπιν. Αλλ' όσον επλησίαζεν η εννάτη ωδή του Κανόνος , τόσον εκόμπιαζα από τον φόβον μου.