Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025
— Φαντάσου! είπε κι ο Δημητράκης γελώντας. — Μα τι τρέχει ; θες τίποτα ; τον ρώτησε η Ελπίδα. — Ξέρω κ' εγώ να· είπε κείνος λαβαίνοντας ύφος πικραμένο· η Κυρά δε μου φαίνεται καλά. Όλο βογγάει και ταράζει σαν το ψάρι απάνου στο κρεββάτι. Της ρίξαμε ρούχα, της ρίξαμε, μα δε μπορεί να συνέρθη. Άσκημα μου φαίνεται· άσκημα, πολύ άσκημα!
Τι ήταν εκείνοι μπροστά στους Μορφόπουλους τον καιρό που έκαμε καταδώθε ο παππούς σου; Καν τίποτα· τ' όνομά τους καλά — καλά δεν ήξεραν. Πήρε ο παππούς τη γη τους με το φύσημα. Τώρα με ξένη βοήθεια πήρανε πάλε το δικό τους· και ριχτήκανε στη δουλειά με τα μούτρα. Να· αυτός ο Θεομίσητος κύτταξε αφέντη πως δουλεύει. Περβόλι τόκαμε το μετόχι του.
Να· πάρε τον ιδικόν μου, και ζήτησε άλλον ένα από τας κόρας σου. ΛΗΡ Πρόσεχε, κύριε, να μη παίξη ξύλον. ΓΕΛΩΤ. Η αλήθεια είναι μία σκύλα και της πρέπει ν' αλυσοδένεται και να τρώγη ξύλον, ενώ τα χαδευμένο σου σκυλάκι βρωμολογά, ’ξαπλωμένο εμπρός εις την φωτιά. ΛΗΡ Αυτά τα λέγεις να με πειράξης! ΓΕΛΩΤ. Άκουσε να σου μάθω ένα γνωμικό. ΛΗΡ Λέγε.
Ως τώρα είχα του Κράλη ταρχοντικό, μα να· παντρεύεται κι αυτός αλλού αύριο και τονέ χάνω. Σαν έχω την Αρετούλα εκεί με τα παιδάκια της και πηγαινοέρχουμαι, και συ πιο κοντά της θα είσαι που θα τη βλέπω δα και για λόγου σου, θάχω και γω μια παρηγοριά μες στα ξένα. Δέσπω. Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, κι άσκημ' απολογήθης. Η πίκρα του χωρισμού πως θα είνε θάνατος για τα μένα, δε λέω τίποτις.
— Δε μου λες· από τους άλλους δεν είχατε τίποτε; στάθηκε άξαφνα και ρώτησε το Δημητράκη. — Ποιους άλλους ; — Να· τον Περαχώρα. .. το Γκενεβέζο... — Όχι. — Περίεργο! πολύ περίεργο!... τους περιποιήθηκα τόσο και να μη στείλουν ένα γράμμα! Κι άρχισε πάλε το σουλάτσο του νευρικός, μασώντας το πούρο του, τρικλίζοντας κάποτε και συχνοψιθυρίζοντας: — Ούτ' ένα γράμμα!... ούτ' ένα γράμμα! περίεργο!
— Ξέρω και γω, αφέντη μου, να, έτσι μου ήρθε. Και χαμηλώνει πάλε τα μάτια. — Και τίνος το είπες; — Να· της Λεμωνής, της Μορφούλας, και της Λενιώς. Όλες μαζώχτρες. Έσυραν αυτές ύστερα και πήγανε, λέει, να μαζώξουνε στην Κάντανο, και καλά Χριστούγεννα πια. Άρχιζε κι αναθάρρευε η Ασήμω. Η πολύ η ντροπαλάδα δεν είτανε φυσικό της. Είταν ο φόβος και τηνε συμμάζευε στην αρχή. — Και τώρα για πού;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν