Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


το μέτωπό του το πλατύ που το φωτίζ' ο ήλιος Επέρασ' ένα σύγνεφο. Το μάτι του κατάρα... Από τα βάθη της ψυχής ανέβηκε η πικράδατα δροσερά τα χείλη του και του τα φαρμακεύει Σαν νάχε πιή την αλοή... — Αχ! Μήτζε Κοντογιάννη, 'Σ τον άδη που θα καταιβώ, αν μ' εύρη ο γέροντάς σου Και με ρωτήση, τι θα 'πώ;... Πως μ' έν' αρματωλίκι.. Είπε και στέναξε βαρειά.

Μα μες στην άσπρη λουρίδα του φεγγαριού φάνταζε κάτι πιο άσπρο ακόμα : ήτον η Βεργινία με το νυχτικό της ξαπλωμένη χάμω μπρος στην πόρτα-για να μπη κανείς μες την κάμαρη έπρεπε να δρασκελίση το κορμί της. Σα νάχε πέση το ίδιο το φεγγάρι απ’ τον ουρανό και νάχε ξεψυχήσει εκεί δα τυλιγμένο μες τα πέπλα των αχτίδων του: έτσι έδειχνε.

ΑΝΤΩΝ. Μπορούσε να λείψη; ΑΔΡΙΑΝ. Η κράση της πρέπει εξ ανάγκης να είναι ψιλή, γλυκειά, και τρυφερή. ΑΝΤΩΝ. Η κοπέλλα ήταν γλυκοτρυφεροζυμωμένη. ΣΕΒΑΣΤ. Ναίσκε, και ήξερε ψιλές κατεργαριές, καθώς η σοφία του το φανέρωσε. ΑΔΡΙΑΝ. Εδώ ταέρι πνέει κατά μας γλυκύτατα. ΣΕΒΑΣΤ. Ως νάχε πλεμόνια και σάπια. ΑΝΤΩΝ. Ή σαν να ήταν ευωδιασμένο από μία λίμνη. ΓΟΝΖ. Εδώ βρίσκεις κάθε πράμμα χρήσιμο για τη ζωή.

Όταν έμπαινε ο κυνηγός μέσα στο σπίτι, το Γκεσουλάκι χοροπηδούσε από τη χαρά του και ρίχνονταν ως απάνω, σα νάχε φτερά. Τέλος από Γκεσουλάκι έγεινε ένας φοβερός Γκεσούλης, και λέγοντας «Γκεσούλης» μέσα στο χωριό, εννοούσαν αυτόν. Σ' αυτό απάνω ο ευεργέτης του Γκεσούλη, ο πολυαγαπημένος του απ' όλο το σπίτι, αφίνοντας το ντουφέκι του κυνηγιού, ξεκινούσε ένα πρωί για την Ξενιτειά.

Ο κάμπος με τα λούλουδα Ναι δεν πέθανε-μα εκείνην τη νύχτα κατάλαβε πως για την ευτυχία του Νίκου της έπρεπε να πεθάνη. Και τότε η ψυχή της η αδικημένη, πόθησε να πετάξη !. . . Μα δεν ξεψυχούσε- Αισθανόταν πάντα την ίδια τρομερή αδυναμία σα να της είχανε ρουφήξει όλο το αίμα, σα νάχε σπάσει μέσα της η μηχανή της ζωής. Βεργινία!

Σαν είδε πια που εχώνεψε αγνάντια σταγκωνάρι, βάρεσε τη γροθιά του μ' ορμή στην πόρτα πίσω· μανιασμένος, άγριος τη βλαστήμησε, — σα νάχε ψυχή αφτή, κ' ένιωθε τον πικρόν καημό του·Αχ! αντρογυνοχωρίστρα! Κ' εμπήκε καταλυπημένος στο δωμάτιο. Αποτότε κ' ύστερα τη βαριά σιδεροκάρφωτην πόρτα του Ένα , τη λέγαμ' Αντρογυνοχωρίστρα . Πώς της άξιζε, αλήθεια, τόνομα! Χ Ι Ο Ν Ο

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν