Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι αγάπη είναι αυτή! έλεγε μέσα της. Ένα χάρισμα του ζήτησα και δεν μπόρεσε να μου το φέρη. Και σιγάσιγά τον ξέχασε τον Παύλο κ' η αγάπη της σβύστηκε ολότελα. Γιατί ο Παύλος δεν εστάθηκε άξιος να της φέρη το χάρισμα που του ζήτησε. Ύστερα από λίγο έδωκε την καρδιά της σ' έναν άλλον, τούδωκε την αγάπη της, το φως της, τα συλλογικά της, του χάρισε τόμορφο κορμί της, ό,τι είχε του τα χάρισε.

Ας σου πω μονάχα πως ήρθε μετά χρόνια πολλά στον τόπο μας καραβοτσακισμένος ο γέρο Βασίλης. Κι από τότες δεν ξαναγύρισε στη πατρίδα του παρά μια φορά, που πήγε και ξέχωσε τα κόκκαλα της γυναίκας και του παιδιού του, και τάβαλε στο κοιμητήριο, και τους έκαμε μνημόσυνο, και γύρισε πάλι πίσω, γιατί δικό του δεν μπόρεσε να ξανάβρη κανένανε.

Μα δεν το μπόρεσε και με μιαν έκφραση μεγάλου πόνου έπεσε πάλι στην αναισθησία, που είναι προμήνυμα του θανάτου. Πολλές φορές ξαναδοκίμασε να μιλήση και κάθε φορά φαινότανε στο πρόσωπό της αυτή η έκφραση της απελπισμένης αδυναμίας και κάθε φορά μας ξέσκιζε την καρδιά περσότερο.

Και αφού ετιμώρησε το βάναυσο για την κακοήθειά του, πλησιάζει τη βοσκοπούλα. Ω! τι βλέπει! τα ωμορφότερα του κόσμου μάτια της έχυναν τα ωμορφότερα δάκρυα του κόσμου. Αλλοίμονο! είπε από μέσα του, πώς μπόρεσε να προσβάλη ένα τόσο αξιολάτρευτο πλάσμα.

Αλλά και η υπομονή έχει τα όριά της και είνε πράγμα όπου λέγει ο άνθρωπος «ως εκεί και μη παρέκει· δεν βαστώ πιοΚαι αλήθεια το κακό επαραμεγάλωσε και η πονεμένη καρδιά του ναύτη δεν μπόρεσε να το χωρέση.

Τον είχανε φερμένο στην Πρωτεύουσα όμηρο από τότες που οι Οστρογότθοι συθηκολογήσανε με το Λέοντα . Τους δέκα χρόνους που έμεινε στην Πόλη, έκαμε η αυλή ό,τι μπόρεσε να τον αναθρέψη και να τον πολιτίση. Ως και Πατρίκιο τον τιτλοφόρησαν, και νύφη βασιλική τούταξαν.

Καλά καλά μήτε ο γέρος ο Εφημέριος δεν μπόρεσε να κρατήση τα δάκρια. Τους διάβασε μιαν Ευκή αποθέτοντας την άκρη του πετραχηλιού του απάνω τους, και σαν αποτέλειωσε κ' η Ευκή, ξανάκαμαν το σταυρό τους και ξεκίνησαν κατά τη θύρα με βήματα σιγανά.

Να κρίνη Η δύστυχη δ' 'μπόρεσε, Κ' εκίνησε να φύγη. Την 'κολουθάω με φωναίς. Να την γυρίσω πίσω Δεν 'μπόρεσα. Καν πρόφθασα Να την 'μιλήσω πάλι· Κ' εκείνη με συγκίνησι, Και θλίψι της μεγάλη Μου λέγει: «Ώρα, τέκνο μου, « Τη γη αυτή ν' αφήσω

ΑΣΤ. Φιναλμέντε απέ ούλαις ετούτες τζη εζάμινες δεν έβγαλα τίποτεκανένας ως τα τώρα δε μπόρεσε να με περσουαδάρη αν ήτανε κάζο πενσάτο, μα τώρα πρέπει να κάμω και τζη άλλαις μου τζη εζάμινες, κι' ότι διάολο βγάλω, και ξανίξω να τόνε ραπορτάρω σ' τη Διοίκησι, κ' ας κάμ' ό,τι θέλει· το ραπόρτο μου πως θα γένει ρεδίκολο το ξέρω, κ' είμαι περσουάζος θ' άναι γιομάτο κογιοναρίαις, και καμμιά σεργιέτα οφφιτζιάλε δε θ' άχι μέσα.

Α. Γ. Η. είχε μελετήσει τη δημοτική , θάβλεπε που όση διαφορά έχουν αναμεταξύ τους η γλώσσα του Ξενοφώντα και της Ιλιάδας η γλώσσα, τόση διαφορά έχει κ' η δική μας με τη γλώσσα του Ξενοφώντα. Από του Όμηρου στου Ξενοφώντα τα χρόνια καμιά δουλεία δεν μπόρεσε να φέρη τη διαφορά. Μια γλώσσα αλλάζει, γιατί είναι γλώσσα και της φτάνει που είναι γλώσσα για ναλλάξη.