Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
Σκυλίσσης, έλειπον σχεδόν εντελώς, και πάντες περίπου όσοι παρεκάθισαν εις το μεσονύκτιον δείπνον το είχον κερδίσει αληθώς εν ι δ ρ ώ τ ι τ ο υ π ρ ο σ ώ π ο υ τ ω ν.
Περί δε το μεσονύκτιον εξυπνήσας ο Μενέλαος και ιδών ότι η σύζυγός του δεν ευρίσκετο εις την κλίνην ήρχισε να κραυγάζη• έπειτα παραλαβών τον αδελφόν του επήγε προς τον βασιλέα Ραδάμανθυν. Κατά τα εξημερώματα οι διαταχθέντες ν' αναζητήσουν τους φυγάδας, ανήγγειλαν ότι το πλοίον εφαίνετο εις μακράν απόστασιν.
Αλλ' ενώ ήτο έτοιμος ν' απέλθη, πάλιν έλεγε μέσα του: «Ας καθίσω ακόμα λίγο», και πάλιν «ακόμα λίγο», και είχε γείνει μεσονύκτιον ήδη χωρίς να αισθανθή τον κόπον. Διότι το τρυφερόν και σεμνόν της ψαλμωδίας μεγάλως τον έτερπε.
Πλην συνηθίσας εις τας τρικυμίας, δεν ηδύνατο κατ' αρχάς να ζήση εν τη ξηρά. Έχασε τον ύπνον. Μόλις παρήρχετο το μεσονύκτιον, ηγείρετο και ήρχιζε τα τσιγάρα, μεταβαίνων εις την αίθουσαν του οίκου του και παρατηρών εκ του παραθύρου αν ήνοιξε κανέν καφενείον. — Αυτό δεν είνε ζωή! Εμουρμούριζεν. Εκοιμάτο, έτρωγεν, έπαιζε πρέφα, έτρωγε και πάλιν εκοιμάτο. Κατελήφθη υπό μελαγχολίας.
Παρήλθε το μεσονύκτιον και ήρχισαν ν' αντηχώσιν οι κώδωνες των ναών, καλούντες τους χριστιανούς εις την ευφρόσυνον της εορτής ακολουθίαν. Η καρδία της νέας &εκόπηκε μέσα της&. — Πέρασαν τα μεσάνυκτα, είπε, κι' ο πατέρας μου! . . . Συγχρόνως τότε ήκουσε θόρυβον και φωνάς έξωθεν. Η γειτονιά είχεν εξυπνήσει και όλοι ητοιμάζοντο διά την εκκλησίαν.
Καθώς ανήρχετο την ράχιν αντικρύ, πέραν των Κήπων, άνω του ρεύματος, ήκουσε τον μικρόν κώδωνα του μοναστηρίου να ηχή γλυκά, ταπεινά και μονότονα, να εξυπνά τας ηχούς του βουνού, και να δονή την μαλακήν αύραν. Ήτο άρα μεσονύκτιον, ώρα του Μεσονυκτικού, ώρα του Όρθρου!
Ενόμιζες ότι χιών κατέπιπτε την στιγμήν εκείνην πυκνή, και ηπόρεις ότι δεν ησθάνεσο παγωμένους τους λοβούς των ωτίων σου. Την πέμπτην ώραν μετά το μεσονύκτιον το μέγαρον ήτο σκοτεινόν, και τους λοβούς των ωτίων μας επάγονεν αληθώς η παγερά ατμοσφαίρα των Αθηνών, εν μέσω των κλειστών αμαξών, αίτινες μας μετέφερον οίκαδε. Εν Αθήναις τη 20 Ιανουαρίου 1880.
— Ουρβανέ, αδελφέ μου, έχεις καιρόν να ομιλήσης μετ' εμού ελευθέρως; — Το έργον μας αρχίζει το μεσονύκτιον. — Έχομεν λοιπόν όλον τον απαιτούμενον χρόνον. Υπάγωμεν παρά την όχθην του ποταμού και εκεί θα ακούσης ό,τι έχω να σου είπω. Απήλθον και εκάθησαν επί τινος λίθου της όχθης, εν μέσω ησυχίας διακοπτομένης μόνον από τον μεμακρυσμένον κρότον των μυλοπετρών και από τον φλοίσβον του ποταμού.
Είχε φθάσει αργότερον του δέοντος εις Πειραιά, και ο ήλιος ανέτειλε πολύ πριν παραλάβη τους εξ Ελλάδος επιβάτας, ενώ, κατά το δρομολόγιόν του, ώφειλε να καταλίπη τον λιμένα δύο ώρας μετά το μεσονύκτιον.
Τέλος περί το μεσονύκτιον έφθασαν αντικρύ των τειχών αυτός και η πολυάριθμος ακολουθία του εκ συγκλητικών, ιπποτών απελευθέρων, δούλων, γυναικών και παιδίων. Δεκαέξ χιλιάδες πραιτωριανοί, κλιμακηδόν τεταγμένοι εις γραμμάς μάχης καθ' όλην την οδόν, επηγρύπνουν διά την ασφάλειαν της εισόδου του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν