United States or Bosnia and Herzegovina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άφησε τα πέλαγα, τις δροσιές, το καθαρό αέρι, απαρνήθηκε τον κόσμο, τις μεγάλες πολιτείες, τη ζωή και τα καλά της και κλείσθηκε στη φυλακή, μέσα στα λιβάνια, στις κακομοιριές του κόσμου, στα βάσανα. Ένα μολύβι του πλάκωσε την καρδιά. Ανάθεμα την αρρώστεια, που τον έρριξε στη στερηά, και τους γιατρούς που τον πήραν στο λαιμό τους.

Ο δε βασιλεύς παίρνοντάς την θυγατέρα του και τον Καλάφ από τα χέρια τους έφερε μέσα εις το σαράγι του, και έκαμε μεγάλες δεξίωσες του Καλάφ, και συμπόσιον μέγα, και ευφράνθηκαν υπερβολικώς όλην εκείνην την ημέραν, έως την μισήν νύκτα.

Φαίνεται δηλαδή σα να ζητούσε να φέρη την ειρήνη και την ένωση της Εκκλησίας με τους τρόπους της παπωσύνης, που άλλο γιατρικό δεν ήξερε από κατατρεγμό. Και θα είχαμε ίσως πολλές και μεγάλες τραγωδίες να διηγηθούμε α δεν τύχαινε να βρίσκουνται και διαφορετικές γνώμες στο παλάτι μέσα. Και πρώτη η Θεοδώρα.

«Στο ποτάμι, πούναι κάτω από το χωριό μου, πότισα, διαβαίνοντας, το κατακουρασμένο τ' άλογό μου. Ύστερα τράβησα τον ανήφορο, που βγαίνει ίσια-μέσα στ' αγαπημένο μου το Χωριό, ανάμεσα από ραϊδιά, από γκρεμούς, από μεγάλες πέτρες, από δέντρα κι' από λίγ' αμπελοχώραφα. «Είταν πολύ πρωί.

Αυτά λοιπόν όλα σαν ήρωας τα πολεμούσε ο ασκητικός ο Χρυσόστομος με τη φοβερή του ρητορική. Κι όχι μονάχα από τον άμπωνα τα πολεμούσε, όχι μονάχα γύριζε άγριες ματιές κατά την Αυτοκρατόρισσα, όταν είχε τίποτις να της ψεγαδιάση, μόνο πήγαινε κι ατός του κ' έβρισκε τις μεγάλες κυρίες και τους τα διάβαζε στα σπιτικά τους.

Κάποιος έβλεπε δίπλα στους παραστάτες καμμιάς πόρτας από μέσα μεγάλες τετράγωνες τρύπες ως βαθιά στον τοίχο χωμένες κ' εφώναζε: — «Μωρέ, τηράτε· με ξύλινους σύρτες αμπάρωναν σαν εμάς τες πόρτες τους κ' οι παλιοί.

Μας φέρνει λοιπόν κι αυτό στην ίδια την πηγή, στον Εγωισμό. Άλλος. Είναι λογάς, φωνακλάς, σοφιστής. Θαναλυθούν αυτά κάμποσο στην ιστορία απάνω, που είναι και προπατορικά ετούτα. Ας αναφερθή όμως ένα πράμα εδώ· πως τις μεγάλες τις φωνές, τα πολλά τα λόγια, και τις ατέλειωτες σοφιστείες τις έχει πρόχειρες ο φταιξιάρης, και πάντα ο φταιξιάρης.

Ο Αβικένας, χωρίς να ημπορέσουν να τον εμποδίσουν οι μεγάλες του επιστήμες, ελκύσθη από τους οφθαλμούς της Ρετζίας μίαν θανατηφόρον αγάπην, η οποία εστάθη το αίτιον της δυστυχισμένης μας ζωής.

Εκείνη ήπιε με μεγάλες ρουφηξιές, κ' έπειτα τώδωσε στον Τριστάνο, ο οποίος το άδειασε. Εκείνη τη στιγμή εμπήκε η Βραγγίνα και τους είδε που κύτταζαν ο ένας τον άλλο αμίλητοι, σαν ζαλισμένοι και σαν μαγεμένοι. Είδε μπροστά τους το μπουκαλάκι, σχεδόν άδειο, και το ποτήρι. Πήρε το μπουκαλάκι, έτρεξε στην πρύμη, το πέταξε στη θάλασσα και φώναξε θρηνώντας: «Δυστυχισμένη εγώ!

Ήρθε το μεσημέρι κ' οι αργάτες έφτασαν, τα παιδιά, τα κορίτσια χαρούμενα, μουσκεμμένα στον ίδρωτα. Ξανάσαναν στον ίσκιο της μεγάλης βελανιδιάς, ένυψαν τα χέρια τους κι άρχισαν να τρώνε μ' όρεξη μαύρο ψωμί κι άσπρο τυρί με μεγάλες μπουκιές, με κόκκινα μάγουλα και μ' άσπρα δόντια, όλο υγία, θεριοσύνη.