United States or Aruba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Φραγκογιαννού έβγαλεν από το καλάθι της το παλαιόν κιτρινωπόν χράμι, το μάλλινον, το οποίον είχε διά να τυλίγεται όταν ήθελε να κοιμηθή και δεν είχεν ύπνον, εσηκώθη ορθή, ανεπέτασε την μαλλίνην σινδόνα, κι' άρχισεν εκθύμως να την σείη. Έκαμνε σήματα, απηλπισμένα σήματα προς τους ναυτίλους, να έλθουν να την επάρουν μαζύ των.

Όταν δ' έφθασεν εκεί δεν εύρε παρά το μάλλινον σακκίδιον του βοσκού, κρεμάμενον από ενός στύλου κ' επί του πατώματος της σκιάδος το σιλάχι και την κατερρακωμένην φλοκάταν του. Η Σμάλτω εθυμώθη διότι δεν τον εύρεν εκεί, να του είπη μίαν ώραν αρχίτερα ό,τι έπρεπε να ελαφρυνθή επί τέλους.

Και τι έχει; — Κρυόνει θανατηφόρως. — Τύλιξέ την μ' αυτό. Ο ιππεύς εξέβαλεν εκ του μαρσίπου του μάλλινον σκέπασμα και το έρριψεν εις τον Βράγγην. Ούτος δε έσπευσε να περιτυλίξη το σώμα της κόρης. — Αλλ' ειπέ με δύο λέξεις τι συνέβη, επανέλαβεν ο ιππεύς. Άλλος εκ των ιππέων εξέβαλε φιάλην εκ του κόλπου του και την έδωκεν εις τον Βράγγην. — Δος της να μυρισθή αυτό, είπεν.

Η Γιαννού έβγαλε το χράμι το μάλλινον, το διπλωμένον εις πολλάς πτυχάς, από το καλάθι της, το εξεδίπλωσεν, ετυλίχθη μ' αυτό, κ' έκλινε την κεφαλήν προς την ρίζαν του γηραιού πλατάνου. Απεκοιμήθη.

Έρριψε και τεμάχιον ξηρού άρτου, έλαβε και μάλλινόν τι χράμιον, ακόμη δε και τον μικρόν φανόν, διότι ενύκτωσε πλέον, και ανεχώρησε καληνυκτίσασα την κόρην της, ήτις ανελύθη πλέον εις λυγμούς, κουβαριασμένη ως ήτο εκεί εις την γωνίαν, άνευ πυράς εις την εστίαν και άνευ ελπίδος εις την καρδίαν.

Αυτήν την γνώμην έχω. Σωκράτης. Δεν πρέπει λοιπόν, όταν πρόκειται να κατασκευάσωμεν σαΐτα διά λεπτόν φόρεμα, ή χονδρόν, ή λινόν, ή μάλλινον ή οποιονδήποτε άλλο, όλαι μεν αι σαΐται να έχουν την μορφήν της σαΐτας, οποιαδήποτε όμως είναι φύσει η καλλιτέρα διά το καθέν, αυτής το σχήμα να αποδώσωμεν εις έκαστον τοιούτον εργαλείον; Ερμογένης. Μάλιστα. Σωκράτης.

Όλην αυτήν την παλαιάν ιστορίαν ανελογίζετο, και ο ύπνος ποτέ δεν της ήρχετο. Ερευνώσα την συνείδησίν της, έν πράγμα εύρισκεν ότι είχε κάμη και τότε και τώρα το είχε κάμη διά καλόν. Εκουλουριάζετο υποκάτω εις το μάλλινον σκέπασμα, επί του δεξιού πλευρού κειμένη, κ' έκυπτε την κεφαλήν εις το στέρνον, κ' επροσπάθει να ζαλισθή, να ναρκωθή, να της έλθη λήθαργος.

Δηλαδή το μέρος της συνθετικής το οποίον ανήκει εις την πλεκτικήν, όταν κατασκευάζη πλέγμα με ευθείαν πλοκήν του υφαδιού, ολόκληρον μεν το πλεγμένον το ονομάζομεν μάλλινον ύφασμα, την δε τέχνην η οποία επιμελείται αυτό υφαντικήν. Νέος Σωκράτης. Έχεις δίκαιον. Ξένος. Πολύ καλά.

Ο Φλεβάρης είνε μην μεσήλιξ, υψηλός, εύρωστος, με μακράν υπόλευκον γενειάδα και κόμην άφθονον, καταπίπτουσαν ατάκτως επί των ώμων του. Φορεί το γαλάζιο σεγούνι και το λευκόν μάλλινον 'σωπάνι, απαραίτητα ενδύματα του γεωργού των χωρίων.