Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025


Να χαρής τον πατέρα σου, αγαπητέ μου μικρέ Ερμή, μη μ' αφήσης, αλλ' οδήγησέ με να δω πώς ζουν οι άνθρωποι, διά να μη γυρίσω άπρακτος• διότι εάν συ δεν με βοηθήσης δεν θα διαφέρω από τυφλόν• όπως εκείνοι δεν βλέπουν και σκοντάφτουν εις το σκότος, ούτω και εγώ δεν καλοβλέπω εις το φως. Έλα λοιπόν, Κυλλήνιε, και δεν θα λησμονήσω ποτέ αυτήν την χάριν.

Αχ τα χρόνια της, τα οποία είχε παραπάνω, την ωδήγησαν προτήτερα από εμέ εις τον τάφον. Ποτέ δεν θα την λησμονήσω, ποτέ δεν θα λησμονήσω την ευστάθειαν και την θείαν της υπομονήν. Πρό τινων ημερών συνήντα νέον τινά Φ . . . . . ελεύθερον νέον έχοντα πολύ ευτυχή την φυσιογνωμίαν.

Εξηκολούθουν λοιπόν εν τη σιωπή της «νυκτός, νυκτός την οποίαν ουδέποτε θα λησμονήσω, εξηκολούθουν «εκμανθάνουσα τους στίχους μέχρις ου έφθασα εις την σκηνήν της «δολοφονίας. Αιφνιδίως κατελήφθην υπό της φρίκης της σκηνής εκείνης εις «τοιούτον βαθμόν, ώςτε μοι ήτο αδύνατον να εξακολουθήσω. Ήρπασα τον «λύχνον και πλήρης ταραχής εξήλθον του δωματίου.

Η Αννούλα συγύριζε το τραπέζι και τραγουδούσε το καινούριο το τραγούδι της Λενιώς του Καλαφάτη. Κ' η μάννα, για να με κάμη να λησμονήσω τον πόνο μου, άρχισε να μου δηγάται την ιστορία του τραγουδιού. Μου παράστηνε κάτι Τούρκους που έρχουνται από την Ανατολή και φέρνουνε χαλασμό.

Δεν είχα στρέψει ποτέ θεληματικά το βλέμμα στην κοιλάδα αυτή, απεναντίας προσπάθησα πάντα να μακρύνω από κείνη και να λησμονήσω πως υπάρχει κάτι τέτοιο. Κι όπως καθόμουν εδώ, μου φαινότανε πως γνώριζα τόσα λίγα από τον κόσμο, όσα γνώριζα κι όταν πρωτοξύπνησα στη ζωή του κόσμου αυτού του γεμάτου αντίθεσες κ' έκανα τα πρώτα βήματα ξαφνισμένος για ό,τι απαντούσα εκεί.

Ωμοίαζεν εκατοντούτις, κάτισχνος, ξηρά και μαύρη ως μούμια της Αιγύπτου. Επεριμέναμεν φωνάς, ύβρεις, κατάρας ή και πετροβόλημα. Ουδέ λέξιν όμως μας είπεν, αλλ' ηρκέσθη να στενάξη· αδύνατον όμως είνε να λησμονήσω το άφωνον παράπονον του βλέμματος αυτής, όταν επέρασεν έμπροσθεν μας επιστρέφουσα να μεταγεμίση το βαρέλι της εις την μακράν απέχουσαν βρύσιν.

Κύτταξε τώρα, τι καλά οπού ήλθεν ο χω- ρατάς! Χίλια χρόνια να ζήσω, δεν θα το λησμονήσω. «Αλήθεια, Ζουλήλέγει· και το γλυκόν ανοητάκι αφίνει τα κλαύματα και του κάμνει, ναι. ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Καλά, καλά! Άφησέ τα τώρα αυτά, παραμάνα. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Ναι, Κυρία· αλλά δεν ημπορώ να μη γελώ, όταν μ' έρχεται εις τον νουν πώς άφησε τα κλαύματα, και του κάμνει, ναι.

Α! τη σκηνή εκείνη δε θα την λησμονήσω ποτέ στη ζωή μου, καθώς και την άλλη οπ' ακολούθησεν ύστερα. Ο καφετζής ο Αζώηρος μας είπεν ότι στα καλά χρόνια του τού την είχε πωλήσει την εικόνα ένας μπέης γείτονάς του, οπώφευγε από τα Γιάννινα κ' εξέκαμε τα σωθέματα του σεραγιού του.

Εγώ, όστις κατά πρώτον είδα την θάλασσαν εις ηλικίαν πέντε ή έξ ετών, ουδέποτε θα λησμονήσω τον μέγαν και ανέκφραστον φόβον και θαυμασμόν, τον οποίον μου επροξένησεν η απέραντος εκείνη κυανή και υγρά έκτασις με το «ανήριθμον των κυμάτων γέλασμα», το απειρομέγεθες εκείνο τέρας, το συστρεφόμενον και κυλιόμενον και εκπέμπον φοβερούς βρυχηθμούς.

ΠΕΤ. Ακόμη το θυμάσαι εκείνο το όνειρον και διατηρείς εις την μνήμην σου μάταια πράγματα και, ως ο ποιητής λέγει, καταδιώκεις με την φαντασίαν σου μίαν ευτυχίαν που ήτο καπνός και διελύθη; ΜΙΚ. Ούτε θα λησμονήσω ποτέ, κυρ κόκορα, τα πράγματα που είδα• τόση πολλή γλύκα μου αφήκε εις τα μάτια το όνειρο, ώστε μόλις δύναμαι ν' ανοίγω τα βλέφαρα μου που κολλούν από το μέλι.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν