Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
Το έν μάλιστα θυγάτριον, μόλις επτά ετών, της γειτόνισσας της Προπαντίνας, η Ξενούλα, άρχισε να περιγελά την γραίαν με μιμικάς κινήσεις των χειρών και του στόματος. Στιγμήν τινα, τα δύο άλλα κοράσια έτρεξαν έξω της αυλής, η δε Ξενούλα, μείνασα, έκυπτεν εις το φρέαρ, κ' εζητούσε, με μίαν βέργαν, να φθάση και ταράξη το νερόν. Έκυπτεν επιμόνως αλλ' η βέργα ήτο πολύ κοντή και δεν έφθανε.
Και ήτο αληθινά αξιαγάπητος η κυρά Λιμπέριαινα, μία γυναίκα φιλάσθενος, κοντή και ξηραγγιανή, μία γερόντισσα, να είπωμεν, πλέον, οπού επέρασε την ζωήν της πολύ σεμνά και πολύ ταπεινά, χωρίς να ενοχλήση εις το παραμικρόν ποτέ τον άλλον.
Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Ω! βέβαια, με το πάρα πάνω! πολύ κερδίζεις που συναναστρέφεσαι τους αριστοκράτες σου και πολύ καλές δουλειές θα κάνης με τον ωραίο σου κόντη, που τρελλαίνεσαι για δαύτον. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Σιωπή! σκέψου καλά τι λες.
Διά τούτο η κυρά-Μιχάλαινα, η γυναίκα του, μία γυναίκα κοντή και χονδρή, ως τα κοντόχονδρα βαρέλια του οινοπωλείου, ήτο καταχαρουμένη όλην την ημέραν του μεγάλου Σαββάτου.
Και σε λίγο ξανάρθε μέσα και ρώτησε τη Βεργινία να κάμη λίγα ψάρια και στη σχάρα με το λεμόνι; και πάλι τάπ-τάπ-τάπ έκαναν τα βήματά της. . . κ’ έκανε άνεμο με την κοντή φουστίτσα της, σα γοργοδιάβαινε με τα κλειδιά κουδουνιστά στην τσέπη της ποδιάς της που η πρώτη της δουλειά ήτονε να τη βγάλη από το μπογαλάκι πούχε φέρει μαζί της και να τη φορέση. . . . . Ένας αέρας αλλοιώτικος, σαν κάποιο φως μπήκε στο σπίτι που ως τώρα ήτον αφώτιστο, πνιγμένο απ’ την περίχυτη κούραση και το βαστηγμένον πόθο της άρρωστης γυναίκας.
Η κοντή και πως εύσωμος Οθωμανίς είχε τακτοποιημένον το λευκότατον αυτής γιασμάκιον και συνεκράτει επί το κοσμιώτερον τον μαύρον και μακρόν αυτής φ ε ρ ε τ ζ έ ν, υπό τον ποδόγυρον του οποίου μόλις έβλεπες τα μυτωτά και κίτρινα παπούτσια της.
— Δεν βλέπω τίποτε, αδελφέ μου! Ησύχασε. — Είνε ψηλός, λάμπει το μάτι του, και κρατεί γυμνό σπαθί. Ήρθε να με κόψη. Φορεί κοντή φουστανέλλα χωρίς λόξαις και κόκκινη χλαίνα, κι' ολόχρυσο θώρακα. Να τος! φεύγει... έκαμε κατακεί.... θ' άρθη πάλι. Ο γέρο-Πέτρος δεν έβλεπε τίποτε. Έκαμε πολλούς σταυρούς, κ' επροσπάθει να καταπραΰνη τον άνθρωπον.
Ανέφερε δε και το εξής• Υπήρξε γυνή ανωτέρας τάξεως, η οποία κατά μεν τα άλλα ήτο νόστιμη και σεμνή, αλλά κοντή και κατωτέρα του μετρίου• εις εγκώμιον δε το οποίον της έπλεξε κάποιος ποιητής έλεγε μεταξύ των άλλων ότι ήτο μεγαλοπρεπής και την παρωμοίαζε κατά το ευθυτενές και το ύψος του αναστήματος προς αίγειρον.
Να νοιώσ' ο μέγας βασιλεύς Ατρείδης Αγαμέμνων Την βλάβην του, 'π' ατίμασε των Αχαιών τον πρώτον. Τον αποκρίθηκ' έπειτα, χύνοντας δάκρ' η Θέτη· Ωχ, τέκνο μου, τι σ' έθρεφα 'γώ η πικρογεννήτρα ! Κι' ας κάθουσουν καν άπαθος, κι' άδακρος 'ς τα καράβια, Αφού 'ν' κοντή, κι' όχι μακρή η μοίρα της ζωής σου. Τώρ' είσαι κι' ολιγόζωος, κι' άτυχος παρ' απ' όλους. Ώρα κακή σ' εγέννησα μέσα εις τα βασίλεια.
Μέσα στο φως του φεγγαριού κατά πως είταν ψηλός και λιγνός με το μπουζούκι τεντωμένο απάνω στο στήθος του, με την κοντή ρεμπούπλικα προς τα πίσω, είταν όλος αίσθημα, όλος πόνος, όλος γλύκα, όλος παρακάλια· με το κεφάλι τεντωμένο τον ανήφορο, με τα μάτια κολλημένα στα κλειστά παράθυρα. Πήρε έναε αμανέ παθητικό, βαθύ, με γερή φωνή.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν