Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025
Και έβλεπες τότε τα ξηρά και μαυρισμένα ως φουρνόξυλα χέρια της, ν' ανακατόνουν της κλάρες μέσα στον φούρνο. Και έβλεπες τότε να πετά έξω με βίαν τα ταψία με της βασιλόπηττες ρίπτουσα αυτά εις μίαν λοξήν και χωλήν παγκιέταν, κατακόκκινη από την θερμότητα και κάθιδρος από τον κάματον, με το κεφαλάκι της — τον βαρύν κεφαλόδεσμόν της — κρεμάμενον οπίσω από την πλάτην ως καλαθάκι πλήρες.
Μίαν πρωίαν η κυρά Γιάνναινα, καθώς εξήλθε πρωί-πρωί, είδε να ξεμυτίζη απ' την πόρτα του Βαγγέλη ένα κεφαλάκι μικρό, ξεσκούφωτο, με κάτι κορδέλλες και φιόγκους στα μαλλιά, ν' ανεμίζη ένα φουστανάκι, και να γλυστράη εις το χαλικόστρωτον της αυλής έδαφος και να φεύγη ως αστραπή. Της εφάνη να ήτον μία γυναικούλα, σουφρωμένη, μικρόσωμος, σχεδόν γρηούλα.
Θα το ελησμόνησαν εκεί όλην την ημέραν μέσα 'ς τον ήλιο, και δι' αυτό έχει κρεμασμένο κάτω το κεφαλάκι του! Τρέχει κοντά του και εκείνο με ένα πολύ παραπονετικόν μ π έ, σαν να ζητούσε κάτι να της ειπή. Η Φωτεινή με την πονετικήν της καρδιά, ενόησε. Διψά, είπε· κυττάζει γύρω της και βλέπει μίαν μισοκρημνισμένην καλύβα· εκεί κοντά ήτο και ένα πηγάδι και είχε κουβάν!
Αφού άλλο δε συλλογιούνταν παρά το τι είπε το δείνα μεγάλο κεφάλι, και το τι έγραψε το τάδε, πού καιρός να καθίση και να ρωτήξη και το δικό του το κεφαλάκι ο δάσκαλος, ίσως μαθέ του πη κι αυτό κατιτίς! Καθίσανε λοιπόν οι φίλοι στην Έδρα τους, και θέσπισαν: Πως το μέτρο πρέπει να είναι έτσι, η «λύσις» έτσι, η «κάθαρσις» έτσι. Φυσικά τους νόμους αυτούς τους έστρωναν για την Ποίηση.
Το πρωί είναι άπειρο το φως, το πρωί γεμίζει ο ουρανός χαμογέλοια, βάζει ρούχα καινούρια και γιορτάζουν τα περιβόλια. Λέλα, κάθου, μη σηκωθής. Μείνε, μείνε ακκουμπισμένη στη συκιά που σε σκεπάζει, ολόχρουσό μου κεφαλάκι. Τα φύλλα κουνιούνται αγάλια αγάλια και σου λεν καλημέρα. Τι ωραία που είσαι! Τρέμει η καρδιά μου που θα ραγίση.
Σε κάθε φωλιά και μερικά πουλάκια∙ κάθε τόσο ένα γυαλιστερό και σφαιρικό κεφαλάκι σαν πίνα πρόβαλε έξω, ξεγλιστρούσε ένα χελιδόνι, έπειτα ένα άλλο, δέκα, είκοσι και ο ουρανός γύρω από το παραθυράκι του Τζατσίντο γέμιζε από το πέταγμα μικρών μαύρων σταυρών και από ένα μελαγχολικό τετέρισμα.
Κοίταζε τότες ο καθένας καλά και δεν έβλεπε παρά το δάχτυλο, το μάτι, ταφτί ή τη μύτη. Συλλογιούνταν τότες ο καθένας με το νου του· «Αφτουνού όλα του λείπουν. Έχει μόνο τη μύτη, ταφτί, το μάτι ή το δάχτυλο. Δε μας αξίζει». Ποτέ τους οι μικροπολίτες δεν είδαν αλάκαιρο τον άθρωπο. Οι μικροπολίτες οι καημένοι είχανε μικρό, μικρούτσικο μυαλό, στενό, στενούτσικο κεφαλάκι. Μα ας ταφήσουμε πια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν