Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Όλοι σχεδόν οι χωριανοί κατέβαιναν στο πανηγύρι και οι γυναίκες κουβαλούσαν στο κεφάλι δίσκους με γλυκίσματα και καλάθια γεμάτα με κότες δεμένες με κόκκινες κορδέλες. Τα δεντράκια τριγύρω ήταν γεμάτα με άγουρα φρούτα και το πανηγύρι έμοιαζε να απλώνεται σε όλη την κοιλάδα.

Ο παππούς, ο οποίος χονδρά μόνον καλάθια ήξευρε να πλέκει, απόρησε με την επιτηδειότητα της εγγονής του, όταν του έφερε να ίδη το πρώτον της αυτό έργον. Ένα βράδυ, αφού καληνύχτισε τον παππού της η Φωτεινή, τον ηρώτησε. Με αφήνεις αύριον το πρωί να 'πάγω με την Σπίθα μέσα εις την πόλιν;

Λαβών δε εκ των επί της τραπέζης χρημάτων έν χρυσούν νόμισμα το επρόσθεσεν εις τα δύο πεντόδραχμα, τα οποία επέστρεψεν εις την γραίαν. — Διά τα καλάθια, εψιθύρισε δεικνύων τον τυφλόν. — Μόνον αυτό δεν γίνεται, είπεν η Κυρά Λοξή. Όχι μόνον να μη παίρνης αλλά και να δίδης! Και ηρνήθη αποφασιστικώς την προσφοράν. — Δεν μου το είπαν ψεύματα, εξηκολούθησεν, ότι είσαι καλός άνθρωπος. — Συ είσαι καλή!

Κ' οι λινοί, όμορφα άσπρα, κόκκινα, γαλάζια σπιτάκια, σκορπισμένα ανάκατα κάπνιζαν· κόντευε μεσημέρι. Οι αργάτες τρυγούσαν παλληκάρια και κορίτσια, με τα καλάθια που τα γέμιζαν τα φορτόνουνταν στον ώμο τους, κι έρχουνταν κι άδειαζαν τις σταφίδες στ' αλώνια.

Ολόγυρά του απλώνονται όλ' οι καρποί των δένδρων κι άνθη πανώρηα, δροσερά μέσ' σ' αργυρά καλάθια και σε λαγήνια ολόχρυσα μύρ' από τη Συρία. Ολόγυρα του λιχουδιές που πλάθουν οι γυναίκες με τέχνη ανακατεύοντας λουλούδια κι άσπρο αλεύρι κι άλλα από μέλι γλυκερό κι από καθάρειο λάδι· κάθε λογής πετούμενα και σερπετά κοντά του.

Όθεν διώρισε να γεμισθώσι με χώμα μερικά δέρματα και καλάθια και αφ' ού ετοιμάσθησαν, παρακινήσας τους στρατιώτας, επεχείρησε διά νυκτός ν' αναβή εις την κορυφήν του λοφιδίου, την οποίαν δεν είχον κυριεύσει ακόμη οι εχθροί, ως κτυπώμενοι από τας οικίας και από τους εν τη εκκλησία Έλληνας.

Τόσον καιρό καρφωμένος εδώτο στρώμα εξόδευσα τα ολίγα, όσα είχα οικονομήσει. Η Φωτεινή δεν έλεγε τίποτε, αλλ' ένα βράδυ, όταν είδε τον παππού της ολίγον καλλίτερα, έφερε μίαν αγκαλιά καλάμια και λεπτά κλαδιά από λυγαριές. — Σε παρακαλώ, παππού, του είπε, μάθε με να πλέκω καλάθια· ενθυμούμαι, ότι άλλοτε μας έφερνες εις το σπίτι ωραία πλεγμένα καλάθια.

Μα γιάειντα δεν έρχεσαι; Ο δε Θωμάς εξηκολούθει το ατελείωτον, το απελπιστικόν έργον του και δεν απεμακρύνετο από την θέσιν του σχεδόν παρά μόνον διά να μεταφέρη εις τον ποταμόν τα καλάθια και τα κοφίνια του διά να τα βρέχη. Και ως διά να απελπίση τελείως τον Μανώλην, του ανεκοίνωσε μίαν ημέραν το σχέδιόν του να ιδρύση προ της οικίας του αποσταλακτήριον, διά να κατασκευάζη ρακήν από μούρα.

Έπειτα είπε: — Μούδε Ισδραέλη θωρώ 'γώ, μούδε διάολο. Θωρείς τονε συ, Πηγιό; — Μόν' ο ιμάμης τόνε θωρεί, εξήγησεν η Ρηγινιώ. Αλλ' ενώ ο Μανώλης επερίμενε να ίδη τον ψυχοβγάλτην των Τούρκων, είδε κάποιον άλλον ουχ' ήττον επίφοβον. Από το απέναντι βουνόν της Καβαλαράς κατέβαινεν ο Θωμάς φορτωμένος με κλώνους λιγαριάς, με τους οποίους πλέκουν τα καλάθια και τα κοφίνια.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν