United States or Poland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε, το χέρι του έσυρε απ' το χέρι τ' Αντινόου εύκολα• κ' εσυγύριζαν το γεύμ' αυτού οι μνηστήρες κ' εκακολόγουν τον αυτοί κ' εμπαίζαν μεταξύ τους• και από τους νηούς τους υβρισταίς έλεγε κάποιος τούτα•

Σκεπτόμενος ότι πάσαν στιγμήν ήτο δυνατόν να ανοιχθώσι τα κιγκλιδώματα, ήρχισε να κράζη μεγαλοφώνως την Λίγειαν και τον Ούρσον, με την ελπίδα ότι, εν απουσία αυτών, κάποιος, όστις θα τους εγνώριζε, θα του απεκρίνετο. Τω όντι άνθρωπός τις, ενδεδυμένος με δέρμα άρκτου, τον έσυρεν από την τήβεννον και του είπεν; — Αυθέντα, έμειναν εις την φυλακήν.

Εκείνες εχαρίσαν σ' εμέ του Αδμήτου την ζωή, μα με τη συμφωνία πώς κάποιος άλλος θα βρεθή για κείνον να πεθάνη. Όλους τους φίλους ρώτησε ο Άδμητος και όλους κρυφά τους ξέτασε αν δέχονται. Αλλ' όμως όλοι αρνήθηκαν, κι' αυτός ο γέρος του πατέρας και η μάννα που τον γέννησε, κι' αυτή αρνιέται ακόμη. Και μόνο η γυναίκα του προσφέρεται θυσία, και δέχεται για χάρι του να χάση τη ζωή της.

Με τα μάτια χάμω, τραβιώντας τα μανίκια της έκαμε αργά-αργά τα λίγα βήμα ως την πόρτα που στεκόταν ο Νίκος και βγήκεν έξω . . Ο Νίκος κοντοστάθηκε λιγάκι: την τελευταία στιγμή του φάνηκε πως θα τον ξαναφώναζε κάποιος πίσω, πως δεν τόχε πη σταλήθεια η Βεργινία να παν, αυτός με τη Λιόλια, στους κάμπους για λουλούδια.

Κάποιος δισταγμός έκαμε να πάλλωσιν ηρέμα τα θελκτικά χαρακτηριστικά του προσώπου της· και απήντησε διά των λόγων της Ναυσικάς, προφέρουσα αυτούς απνευστί και σχεδόν ως μάθημα το όποιον είχεν αποστηθίσει: «Ξένε, ου συ δοκείς αβληχρού γένους ανήρ ουδέ νόου . . .» Έπειτα έφυγεν ως πτηνόν εξαφνισμένον και περίφοβον.

Αυτά 'πε, κ' η χρυσόθρονη Ηώτον κόσμο εφάνη· και οπ' έκλαιε την νόησε μακρόθεν ο Οδυσσέας, κ' έμεινε και του φάνη πως τον γνώρισ' ήδη εκείνη και του 'στεκετην κεφαλή· και άρπας' ευθύς την χλαίνα και ταις προβειαίς, 'που πλάγιαζε, και απόθεσέ τα εις θρόνον 95το μέγαρο, κ' έξ' έφερε τα βώδινο τομάρι. και τα χέρια σηκόνοντας είπε· «Πατέρα Δία, εάν τωόντ' η αγάπη σας, αφού μ' εβασανίστε, από στερηαίς και θάλασσαις μ' ωδήγησετην γην μου, απ' τους θνητούς, οπού ξυπνούν, κάποιος φωνήν ας βγάλη 100 μέσαθε, κ' έξω του Διός άλλο ας φανή σημείον».

Δεν εμάθετε λοιπόν ούτε διά την δίκην του, με ποίον τρόπον έγινεν; Εχεκράτης. Ναι· κάποιος μας το έκαμε γνωστόν· και ηπορούσαμεν μάλιστα, ότι, ενώ η δίκη έγινε προ πολλού, φαίνεται ότι ο Σωκράτης απέθανε πολύ υστερώτερα . Πόθεν τούτο προήλθεν, ω Φαίδων; Φαίδων.

Το τρίτον ήτο ότι: όταν δεν γνωρίζω κανένα από τους δύο σας ούτε τους βλέπω με καμμίαν αίσθησιν, δεν είναι δυνατόν να τον νομίσω, αυτόν που δεν τον γνωρίζω, ότι είναι κάποιος άλλος από εκείνους που δεν γνωρίζω.

Όταν δε κάποιος φυσικός ωμίλει περί των αντιπόδων, ο Δημώναξ τον παρέλαβε και τον ωδήγησεν εις έν φρέαρ, δείξας δε την σκιάν ήτις εφαίνετο εις τον νερόν, ηρώτησε• Μήπως τοιούτους εννοείς τους αντίποδας;

Εξύπνησε μόλις την εσπέραν ή μάλλον αφυπνίσθη υπό της δούλης του, ήτις τον προέτρεπε να εγερθή, επειδή κάποιος τον εζήτει διά κατεπείγουσαν υπόθεσιν. Ο άγρυπνος Χίλων εζαλίσθη αμέσως, έρριψε ταχέως μανδύαν με κουκούλαν επί των ώμων του έπειτα παρετήρησε διά της θύρας του κοιτώνος με βλέμμα ύποπτον και διέκρινε την γιγάντιον κατατομήν του Ούρσου.