Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025
Αλήθεια θα ήτο να τρελλαίνεται κανείς! Και η Κυρά Ρήνη εφρικία από κεφαλής μέχρι ποδών, σκεπτομένη ταύτα ενώ το αίμα ανήρχετο πλημμυρίζον διά του τραχήλου εις το πρόσωπον, απειλούν να πηδήση άφθονον από των οφθαλμών. Εφ' όσον εσκέπτετο την αγνότητα του Γιάννου τοσούτον αι επιθυμίαι της ακράτητοι εξεγείροντο και ήθελε πάση θυσία να τον απολαύση. — Δεν θα μου γλυτώσης, εψιθύρισε.
Και λοιπόν επιστήμη μεν δεν είναι — διότι κανείς δεν ερευνά όσα γνωρίζονται, ενώ η περίσκεψις είναι κάποια προμελέτη, και όστις προμελετά ερευνά και υπολογίζει. — Αλλά πάλιν και ευστοχία δεν είναι.
ΔΩΡ. Όσα μπορεί να δώση ένας φτωχός ναύτης, άνθρωπος μισθωτός. Τώρα όμως που επροβιβάστηκα κι' έγεινα τοίχαρχος του δεξιού, δεν κάνεις καλά να με περιφρονής.
Το εδέχθην τότε άνευ αντιλογίας και τα περιπλέον έπαιρνα κάθε εβδομάδα από το χρηματοκιβώτιον, επειδή κανείς δεν υπέθετεν ότι η κυρία θα έκλεπτε το ταμείον.
ΛΥΚ. Βλέπω, Πολύστρατε, ότι είσαι ρήτωρ και δεν το εγνώριζα• απήγγειλες κατά του έργου μου λόγον και κατηγορητήριον τόσον μακρόν και τόσον δεινόν, ώστε ούτε να απολογηθώ δύναμαι. Επράξατε όμως κάτι τι το οποίον δεν συμβιβάζεται προς τα δικαστικά έθιμα, μάλιστα συ ο οποίος ερήμην κατεδίκασες το βιβλίον μου, χωρίς να παρίσταται κανείς συνήγορος αυτού.
Αλλ' επειδή οι Τεγεάται απεκρίθησαν ότι δεν είχαν διάθεσιν να πράξουν τίποτε εναντίον των Λακεδαιμονίων, οι Κορίνθιοι, οι οποίοι μέχρι της στιγμής εκείνης ενήργουν μετά πολλής προθυμίας, εχαλάρωσαν τον ζήλον των φοβηθέντες μήπως δεν ενωθή κανείς μετ' αυτών.
Ο Κυρ — Νικολάκης δεν το χώνευε αυτό. Χήρα γυναίκα και ν' ανοίγη την πόρτα της τα μεσάνυχτα! Δεν το θέλει ο Θεός! Ένα πρωί που έβγαινε από το σπίτι, την απάντησε στο κατώφλι. Του ήρθε να τη βάλη σε θεογνωσία: — Δεν κάνεις, καλά, κυρά γειτόνισσα. Ο κόσμος σου σέρνει πολλά. Χήρα γυναίκα με παιδιά, θα δώσης λόγο στο Θεό. Η χήρα άναψε απ' το θυμό της. — Και τι σ' έβαλα εγώ; του λέει.
Και πρόστιμον δε επιβάλλεται εις εκείνον όστις οπλοφορεί εντός της πόλεως και κρατεί έξω όπλα χωρίς να υπάρχη ανάγκη. Σεις είσθε δικαιολογημένοι αν ζήτε πάντοτε ένοπλοι• διότι αφού κατοικείτε εις μέρος ατείχιστον, εύκολον είνε να υποστήτε επίθεσιν και οι εχθροί είνε παρά πολλοί και δεν γνωρίζετε πότε θα έλθη κανείς να σας φονεύση την νύκτα ενώ κοιμάσθε επάνω εις τ' αμάξια σας.
— Κ' εμένα μου πονεί το βυζί μου, είπεν η λεχώ· άρχισε να κατεβάζη πολύ τώρα. Ήθελα να ήτον ξυπνητό να το βύζαινα. — Ε! τι να γείνη . . . Θα βρούμε κανένα παιδί, είπεν η γραία. — Τι λες, μάνα; Η γραία δεν απήντησεν. Ήθελε κάτι να είπη. Δεν ήξευρε τι να είπη. — Δεν κάνεις τον κόπο νανάψης το κανδήλι, μάνα; — Αν θέλης, σηκώσου συ κι' άναψέ το· δεν έχω χέρια . . . — Πώς!
Κι' ανίσως πλανεμένος Κανείς εδιάβαινε απ' εκεί κ' ένοιωθε τα σαράκια Να πριονίζουν άγρυπνα τα κούφια κατακλείδια, Κι' ολονυχτύς να τρίζουνε, έκανε το σταυρό του Κι' ούτε που γύριζε να ιδή το φοβερό το δέντρο, 'Σ τη μαύρην την κουφάλα του εμόνιαζε ένας γύφτος, Γέροντας, κακοτράχαλος, βουβός, φωτοκαμένος, Ανάθρεμμα της ευλογιάς, της λώβας στερνοπαίδι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν