United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φωνές και κατάρες έρχουνταν απ' όλη την εξοχή κι ο αέρας φαίνουνταν πως γέμιζε από κύματα οργής και θυμού και απελπισμού. Α! ο Θεός είταν πολύ άδικος, πολύ άδικος. Τόρα πάνε τα γλυκά όνειρα, οι καλές ελπίδες.

Έχουν προστάτη, έχουν δυνατόν προστάτη! εψιθύρισεν η Κυρά Ρήνη, δάκνουσα τα χείλη εκ πείσματος· μα κι' αυτού εγώ θα σας χωρίσω. Και λαβούσα κλάδον κουμαριάς με κόκκινα και απεξηραμμένα φύλλα, τον έρριψε με ορμήν επί της πυράς. — Ανεμοζάλητη στερηά και λίβαςτα πελάγη· είπε μετά θυμού.

Ελυπήθη όχι ολίγον και ο Κόχραν διά την καταπάτησιν της συνθήκης και εις την πρώτην ορμήν του θυμού του διώρισε και εξήλθον όλα τα υπό την οδηγίαν του πλοία από τον Πειραιά και άραξαν από το όπισθεν μέρος· συγχρόνως διέταξε και ανεχώρησαν τριακόσιοι περίπου εκ των υπ' αυτού στρατολογηθέντων, οι οποίοι προ ολίγου είχον αποβή και τοποθετηθή εις το Παλαιόκαστρον.

Καταλαμβάνω καλώτατα την υπόθεσιν διά την οποίαν ήλθες· εσύ έρχεσαι εδώ από όνομα του παρανόμου αυθέντος σου διά να μου αναγγείλης πως αυτός κρατεί εις το παλάτι του την θυγατέρα μου εναντίον κάθε δικαιοσύνης, μα θέλει το μετανοήσει πολλά ογλήγορα διά την εντροπήν που μου έκαμε· και διά να κάμω αρχήν του θυμού μου, προστάζω να σου κόψουν το κεφάλι, και ελπίζω ότι με τούτον τον τρόπον θα μεταχειρισθώ και τον άνομον αυθέντην σου, που διά μέσον της μαγικής τέχνης κανενός θανατηφόρου μάγου μου άρπαξε την θυγατέρα, και έκαμε αυτήν την ατιμίαν εις το παλάτι μου.

Ο ποταμός είχεν αναβή εις ύψος πολύ μέγα, πλειότερον των δεκαοκτώ πήχεων, και κατέκλυσε τους αγρούς, ότε σφοδρός άνεμος ηγέρθη και ο ποταμός ήρχισε να κυματίζη. Τότε ο βασιλεύς παραφερθείς υπό ανοήτου θυμού, ήρπασεν ακόντιον και το έρριψεν εις τας δίνας του ποταμού. Αλλ' αίφνης οι οφθαλμοί του εσκοτίσθησαν και εγένετο μετ' ολίγον τυφλός.

Ω πολυαγαπημένη μου! σ' αυτή την κατασπαραγμένη καρδιά μου συχνά εισέδυσε η τρελλή ιδέα . . . να γείνη το τυχερό μου; Όταν ανεβαίνης στο βουνό καμμιάν ωραία καλοκαιρινή βραδειά, τότε θυμού εμένα, πως ανέβαινα τόσες φορές από την κοιλάδα, και τότε ρίξε βλέμμα προς το κοιμητήριο εκεί πέρα στον τάφο μου, που επάνω του ο άνεμος θα κινή τα ψηλά χόρτα εις τη λάμψη του ηλιοβασιλέματος, Ήμουν ήσυχος όταν άρχισα· τώρα, τώρα κλαίω σαν παιδί βλέποντας να έρχωνται γύρω μου αυτές η ζωντανές εικόνες . . . »

Να χαθή, ο αφωρισμένος, που θέλει λεφτά! είπον μετά θυμού. Η ανάγκη τον έκαμε μίαν ημέραν και απεφάσισε να εξέλθη εις την αγοράν και ζητήση εργασίαν. Ήτο μεγάλη έλλειψις εργατών και τα κτήματα είχον ανάγκην να σκαφούν διότι ήρχιζαν ν' ανοίγουν. — Θα με ιδούν πώς έγεινα και θα με λυπηθούν διελογίσθη ο Δημήτρης. Και εξήλθε με την αξίναν του εις την αγοράν.

Εψιθύριζον δε άλλοι δειλώς και με τρόμον, ότι και αυτή η σύζυγός του, η μήτηρ του Αλεξάνδρου, τον οποίον δεν επανείδαμεν πλέον, είχε πέσει θύμα του αγρίου θυμού του, κτυπηθείσα ίσως, όπως είχε κτυπηθή προ ολίγων ημερών και ο γεωγράφος μας.

Δεν βλέπεις τα ρούχα; Η γυνή ουδ' έλαβε τον κόπον να παρατηρήση μετά προσοχής τα ενδύματα, αν ήσαν τα εδικά της. Και αν υπήρχεν ομοιότης ή διαφορά, δεν ήτο ικανή, παραφερομένη υπό του θυμού, να εξακριβώση τούτο. Τέλος τα φαινόμενα έπειθαν αυτήν να επαναλαμβάνη·Μπράβο, κυρά γυφτοπούλα, είσαι και τέτοια; Ποιος το πίστευε; — Όχι, έλεγεν η Αϊμά, όχι. Αυτά τα ρούχα είνε εδικά μου.

Δεν πρέπει να δοκιμάσητε, πριν Τον καταδικάσητε; Ουδεμίαν λογικήν απάντησιν είχον ειμή λέξεις θυμού και οργής. «Μη και συ Γαλιλαίος ει; Ερεύνησον και ίδε, ότι προφήτης εκ της Γαλιλαίας ουκ εγήγερται».