United States or Saint Kitts and Nevis ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την στιγμήν εκείνην επέσυρε την προσοχήν του ο θόρυβος ον είχε προκαλέσει ο Γιαννιός ο Βρυκολακάκης εις το τελευταίον θρανίον. Ο διδάσκαλος ηγέρθη, εσφύριξε δυνατά με την σφυρίκτραν του, εκτύπησε με την βέργαν του επί του πρώτου χωλού θρανίου, έρριψε το τσιγάρον του.

Διότι με ένα ενστικτώδη τρόπον διηύθυνα την ακτίνα ακριβώς εις το καταδικασμένον σημείον. Και την στιγμήν αυτήνδεν σας έχω είπει ότι εκεί όπου βλέπετε τρέλλαν δεν υπάρχει πραγματικώς παρά μία υπεραισθησία των αισθήσεών μου; — την στιγμήν αυτήν, λέγω, να που ένας θόρυβος ελαφρός εκτύπησεν εις το αυτί μου, ένας θόρυβος απονεκρωμένος, ταχύς ωσάν τον θόρυβον ωρολογίου περιβεβλημένου βάμβακα.

Άνωθεν από τινος ανοικτού φεγγίτου κατήρχετο εις το βαθύ εκείνο υπόγειον η λάμψις φανού τινος, ως ακτινοβολία άστρου χρυσού εκ των αιθέρων, και συνάμα βοή συγκεχυμένη και αλαλαγμός, θόρυβος κόσμου, πλημμυρούντος εκείνην την ώραν την εγγύς κεντρικήν της πόλεως αγοράν, ον διέκοπτον κατά διαλείμματα οξύταται ως βουνού άγριαι φωναί ποιμένων: — Αρνιακά για πούλημα! — Αρνιά για σφάξιμο!

Βαθειά, βαθειά 'ςτόν πάτο Της γης, μέσα 'στά Τάρταρα Απλόνονται αντάρα. Κι' όλο μαυρίλα 'φαίνονταν, Τι φρίκη! . . . Τι τρομάρα! . . . Και μια βοή — 'σάν ποταμιούΑκούω εκεί κάτω. Θόρυβος μέγας γίνονταν, Και ταραχή μεγάλη. Ακούω μαύρους στεναγμούς, Ακούω μοιρολόγια. Ακούω και κλαψήματα, Και λόγια, πόνου λόγια. Κι' ανατριχίλα μ' έπιασε! Και μ' έπιασε μια ζάλη! Κυτάζω· 'σάν τα Τάρταρα Ήταν βαθειά.

Αλλά τότε πώς να εξηγήσωμεν την χαμηλήν φωνήν, τον εξαιρετικώς χαμηλόν τόνον των μυστηριωδών λόγων τους οποίους η κυρία αύτη επανελάμβανεν εν βία, όταν τον απεχαιρέτα; — Ενίκησες! . . Μίαν ώραν μετά την ανατολήν του ηλίου . . . θα ενωθώμεν! . . . Έστω! . . . Ο θόρυβος είχε καταπαύσει. Τα φώτα απεμακρύνθησαν και εξηφανίσθησαν εις το εσωτερικόν των ανακτόρων.

Ενώ δε διεκοίνουν μεταξύ των τας τοιαύτας σκέψεις, ηγέρθη αίφνης θόρυβος τις εναντίον του Αστυόχου. Ναύται Συρακούσιοι και Θούριοι, τόσω μάλλον θρασείς, όσω ήσαν ελεύθεροι, ήλθαν εν σώματι προς τον Αστύοχον και εζήτουν τον μισθόν των παρ' αυτού.

Πανταχού λοιπόν επεκράτει πολύς θόρυβος, και ταραχώδης ήτο η ναυμαχία, καθ' ην αι Αττικαί νήες προστρέχουσαι όπου έβλεπον τους Κερκυραίους πιεζομένους, φόβον μεν ενέπνεον εις τους εναντίους, δεν επολέμουν όμως διότι οι στρατηγοί εφοβούντο τας διαταγάς των Αθηναίων.

Εκεί που γλεντίζαμε βράδυ βράδυ με τις χωριατοπούλες, να βρεθούμε μέρα μεσημέρι πάνω σ' αυτό το δαιμονογέφυρο, που λες και πηγαινοφέρνει κολασμένους από τον απάνω κόσμο στον κάτω, μόνο που εδώ είναι κάτω κόσμος κι από τις δυο τις μεριές! Τι φωνές και τι θόρυβος! Όλες οι γλώσσες που μίλησε μάννα σε παιδί από της τέσσερεις άκρες της Ανατολής βουίζουνε γύρω μας. Ας προσέχουμε όμως.

Κ ευθύς πριν ολόκληρος η φρουρά διακρίνη τας πυράς, αλαλαγμός και θόρυβος ασυνήθης ηκούσθη από του εχθρικού στρατοπέδου· πολλαί ταυτόχρονοι εκπυρσοκροτήσεις αντήχησαν, κλονίσασαι την γην· ηκούσθησαν φωναί απελπιστικαί, οι δε εντός των προχωμάτων ησθάνθησαν ωσεί σάλον απομεμακρυσμένης θαλάσσης πλησιάζοντα προς αυτούς.

Ότε δ' ευρίσκετο εις τον τρίτον και τελευταίον ύπνον, τον αφύπνισεν αποτόμως ο θόρυβος της συμπλοκής. Ο Πρωτόγυφτος ηγέρθη, έτριψε τους οφθαλμούς, επλησίασεν εις την θύραν και διασκελίσας τους δύο παλαίοντας, οίτινες έκειντο ο έτερος επί του ετέρου αποφράττοντες την είσοδον, εξήλθεν. Είδε τότε ορθίαν ενώπιον αυτού την Αϊμάν. Την ανεγνώρισε δε σχεδόν εξ ορμεμφύτου.