United States or Belize ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Και σεις επίσης να είσθε άγρυπνοι. Και αν αύριον ευτυχήση ο στόλος μας, έχω βεβαιότητα ότι ο στρατός της ξηράς θα πολεμήση καλά. Γ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Είναι στρατός γενναίος και αποφασιστικός. Δ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Σιωπή! Τι θόρυβος είναι αυτός; Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Άκουσε, άκουσε! Β’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Σιωπή! Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Μουσική εις τον αέρα. Γ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Από κάτω από την γην.

Και τους μιλούσε, λες και τον καταλάβαιναν, και τους έλεγε να προσέχουν μην σπάσουν, μην ξεραθούν, να μεγαλώσουν καλά και να δώσουν πολλά φρούτα, όπως ήταν το χρέος τους, αλλά κάποιος θόρυβος στο δρόμο τράβηξε την προσοχή του. Ο ντον Πρέντου, περήφανος και βαρύς πάνω στο μαύρο, παχύ άλογό του, περνούσε πίσω από την αιμασιά.

Εις την αίθουσαν αι συνομιλίαι είχον παύσει, όλοι οι ακροαταί ίσταντο ακίνητοι, ως απολιθωμένοι. Μόνον ο Τέρπνος και ο Διόδωρος, οίτινες έμελλον να συνοδεύσουν τον Καίσαρα εις το άσμα, έστρεφον την κεφαλήν οτέ μεν προς αλλήλους, οτέ δε προς τον Καίσαρα αναμένοντες τους πρώτους φθόγγους του άσματος. Αίφνης εις το προαύλιον ηκούσθη θόρυβος ασυνήθης, φωναί και θόρυβος ανθρώπων, οίτινες έτρεχον.

Δε θα μου είνε εύκολο, βέβαια, να νικήσω τον έρωτα που αισθάνομαι για σένα. Θα μου κοστίση πολύ, δεν είνε ζήτημα, θα υποφέρω κάμποσο καιρό, μα θα το κατορθώσω. Και προτιμώ να σχίσω την καρδιά μου παρά να υποχωρήσω. ΛΟΥΚΙΛΗ Πολύς θόρυβος για το τίποτα! Θα σου εξηγήσω αμέσως, Κλεόντ, ποιος ήταν ο λόγος που σε απέφυγα σήμερα το πρωί. Όχι· δε θέλω ν' ακούσω τίποτα. Σήμερα... ΛΟΥΚΙΛΗ Άκου λοιπόν.

Θρηνούσε πεθυμώντας τον Γκορνεβάλη, το Ρόχαλτ τον πατέρα του, και τη γη του Λοοννουά, όταν ο μακρυνός θόρυβος κυνηγιού με σάλπιγγες και κραυγές χαροποίησε ξαφνικά την ψυχή του. Στην άκρη του δάσους, ένα ωραίο ελάφι ξεπετάχτηκε. Το κοπάδι, τα λαγωνικά και οι κυνηγοί ξεχύθηκαν πίσω του με μεγάλο θόρυβο φωνών και σαλπίγγων.

Ευκόλως εννοείται η γενική κατάπληξις των θεών και ο θόρυβος όστις διετάραξε την διασκέδασίν των.

Και εις την σκοτιάν βαθείαν, Εις το απέραντον διάστημα, Τα φώτα σιγαλέα Κινώνται των αστέρων Λελυπημένα. Εχάθηκαν η πόλεις, Εχάθηκαν τα δάση, Κ' η θάλασσα κοιμάται Και τα βουνά· και ο θόρυβος Παύει των ζώντων. Εις τα φρικτά βασίλεια Ομοιάζει του θανάτου Η φύσις όλη· εκείθεν Ήχος ποτέ δεν έρχεται Ύμνων ή θρήνων.

Ενώ ετοιμάζομαι διά το λουτρόν, έρχονται εις την ακοήν μου τα λεγόμενα υπό των ευρισκομένων εις τας γειτονικάς μπανιέρας και ο συγκεχυμένος θόρυβος των ευρισκομένων ήδη εις την θάλασσαν, τον οποίον διακόπτουν από καιρού εις καιρόν οι δούποι των πιπτόντων εις το νερόν. — Γιάννη! φωνάζει δεξιά μία βαρεία φωνή. — Τι θες; Είσαι έτοιμος; — Είμαι έτοιμος, αλλά... φοβούμαι να πέσω. — Τι φοβάσαι;

Αιφνιδίως αναλαμβάνω συνείδησιν της κινήσεως και του θορύβου, της θορυβώδους κινήσεως της καρδίας μου, αντανακλωμένης εις τα ώτα μου διά του θορύβου των παλμών της. Έπειτα επανέρχεται εκ νέου ο θόρυβος, η κίνησις και η αφήαίσθησις μιας μυρμηκιάσεως που διατρέχει όλον μου το σώμα.