Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025
Να ετοιμάσουμε, μαθές. | — Όχι, κυρά-μητέρα! Όχι ακόμα! απήντησε θλιβερώς ο κυρ-Δημάκης· Η γραία-Αχτίτσα απελιθώθη. Τόσον βέβαιον εθεώρει το πράγμα, αφ' ης ημέρας ο κυρ-Δημάκης έδωσε τον λόγον του, ώστε εκοινολόγησε τούτο, ως είδομεν, και, χάρις τη γραία Φουλίτσα, τον αρραβώνα εγνώριζε πλέον όλον το χωρίον. Διά τούτο τώρα εμαρμάρωσεν η πτωχή μητέρα.
Εάν το θυσιασθέν ήτο αρνίον, έν πράγμα λευκόν, πράον, ήμερον, ομοιάζον με αρνίον, δεν έπαυε να βγαίνη ακόμη γύρω εις τα θεμέλια της οικίας βελάζον θλιβερώς. Εάν το θύμα ήτο μοσχάριον, ένα βοϊδάκι μικρόν, μαυροκόκκινον, επαρουσιάζετο τριγύρω εις τα ερείπια. Εμούγκριζε με σιγανήν φωνήν, και πολλάκις, ενόσω η οικία εκατοικείτο, το μούγκρισμά του προεσήμαινε κακόν διά τους οικοκυραίους.
Τώρα είναι πλήρης ανθέων, τα οποία φαίνονται ως εάν ανέβλυσαν πολυπληθή εκ του τάφου εκείνου και διεχύθησαν ολίγον κατ' ολίγον μέχρι των απωτάτων γωνιών του κήπου. — Όλα τα καλλιεργεί ο φτωχός ο Κιαμήλης! εψιθύρισεν η μήτηρ μου θλιβερώς. Αι τρίχες μου ηνωρθώθησαν εκ νέου.
Εκπλήσσεται και ο Θανάσης. Εκπλήσσονται και οι άλλοι δύο, οίτινες εκωπηλάτουν, οι δύο γέροντες. Ο αρχιληστής έκφρων εκκενώνει το ήμισυ δισάκκιον, και πίπτουσιν οι ξηροί του μοναστηρίου άρτοι, κτυπώντες επί των σανίδων της λέμβου θλιβερώς ως σκληροί λίθοι. Προσέβλεψεν αγρίως τότε τον Θανάσην ο αρχιληστής. Το βλέμμα του έπνεε πυρ και φλόγας.
Παρατηρεί ο Μπάρμπα-δήμαρχος ωχρός και τρέμων ως να τον έπιασε πυρετός αιφνιδίως. — 'Νειρεμένο είσαι! Επαναλαμβάνει και η Μιλάχρω θλιβερώς. Αλλά το Χρυσώ δεν ωνειρεύετο.
Φαίνεται δε, ότι την στιγμήν εκείνην η ιδέα, ότι τα βιβλία, άτινα άνελπις προσέβλεπεν ο Μιμίκος, ανήκον εις άλλους, υπήρξε γονιμωτέρα πάσης άλλης προτέρας αυτού σκέψεως, διότι η όψις του αίφνης ιλαρύνθη, και τα τέως θλιβερώς συνεσταλμένα χείλη του διεστάλησαν υπό αμυδρού μειδιάματος.
Η δε ασημένια χρύσοφρυς δεν ήθελε να τον αποχωρισθή, τον αγαθόν πρεσβύτην, και παρηκολούθει μετά πόνου το πτώμα, ανασυρόμενον θλιβερώς υπό των δύο αλιέων, εν ώ ο πονηρός ερυθρίνος εχόρευεν από χαράν. Παρήλθον έτη. Η καπετάνισσα, ήτις εφαίνετο ότι ποτέ της δεν θα γηράση, εγήρασε πλέον.
Αλλ' η λευκόπεπλος παρθένος διεξέφυγε σαν αέρας, από τας αγκάλας του γηραιού εφημερίου, του οποίου αι χείρες θλιβερώς επλατάγησαν μέσα εις την γαλήνην εκείνην του ναΐσκου. Κ' ευρέθη τότε η μεν έκπαγλος κόρη ισταμένη μεγαλοπρεπώς προ της Αγίας Πύλης και βλέπουσα προς τον ναόν ως θέλουσα να ομιλήση, ο δε παπά-Κονόμος, γονατισμένος κάτω εις τας πλάκας. Ο γέρων βοσκός έτρεμε διαρκώς.
Κ' ενώ η Κρατήρα θλιβερώς έβλεπε την χιόνα ελθούσα εις το παράθυρον συμμαζευμένη εις την φανέλλαν της την καθαράν, ο μπάρμπα-Σταύρος προσεπάθει να ενδυθή τα τραχέα της εργασίας του ενδύματα, συνεχώς επαναλαμβάνων μετά φαιδρότητος. — Άιντε τώρα 'ς τον φούρνο, Κρατήρα! — Δεν είνε τίποτα, παρετήρησεν η Κρατήρα, τώρα σε 'λίγο θα λυώση. — Ναι, καρτέρ' να λυώση! απήντησεν ο μπάρμπα-Σταύρος.
Δύο μάχαιραι! ως να εχρειάζοντο αύται δι' εκείνον όστις δι’ ενός λόγου ηδύνατο να παρουσιάση πλείονας ή δώδεκα λεγεώνας αγγέλων! «Ικανόν εστι,» είπε θλιβερώς. Ήτο περιττόν να εξακολουθήση το θέμα τούτο, και προέβη εις το τρυφερώτερον έργον της παραμυθίας των, περί ου είχε τόσα να είπη. Τους προέτρεψε να μη είνε τεταραγμένοι την καρδίαν· επίστευον και η πίστις των θα εύρισκε την αμοιβήν της.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν