Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Και πήγανε στο βουνό. . κ' εκεί την ξαναφίλησε ο Νίκος πολλές φορές στο στόμα κι αυτή τονέ φίλησε στα πράσινα του μάτια- Αποκοιμήθηκε- Στον ύπνο τον ο Νίκος παραμιλούσε: δυο-τρεις φορές φώναξε την Λιόλια . . . Τo καντήλι κουράστηκε πια να φέγγη και να θλίβεται. . άρχισε να πετάη σπίθες με κρότο, να ρίχνη τη φλόγα του με το μελανό το μάτι αψηλά και να την τραβάη πίσω: ίδιο στήθος σε θανάσιμη αγωνία που του στερεύει η ανάσα και μ'ένα τσιριχτό ανάλαφρο, έσβησε Πώς δεν πέθανε αυτήν τη νύχτα η Βεργινία!

Έλαμπον πρώτα Τα πλήθη αυτών 'σάν άστρα· Εχαίροντο, και τ' άρπαξε Θανάσιμη ώρα. Έχουσι των στεφάνων τους Μαδημένα τα ρόδα, Γυμνά τ' άσπρα βυζία τους, Μιασμένα από τα χείλη Αγρίων βαρβάρων. Να, και οι σωροί περνάουσι Των μαχίμων ανθρώπων, Ένδοξοι ναύται, αείμνηστοι, Ανδρείοι στρατιώται Κ' ήμερος όχλος.

Ξαφνίστηκε η Ασήμω. Θάρρεψε πως την έννοιωσαν, στοχάστηκε πως κι α δεν την καλοννοιώσανε δε θαργήσουν, πως σήμερ' αύριο κάποια μπορεί να προβάλη και να την καταδώση ή του Δημήτρη ή του Μιχάλη πως αυτή την πρωτόβγαλε τη θανάσιμη την καταλαλιά, αποφασίζει λοιπόν αμέσως, πρι ναπολύση η νεκρώσιμη η ακολουθία, να σύρη κατά το τουρκοχώρι και να σοφιστή τρόπο να τα ψήση μαζί με τους Τούρκους.

Ωραίο φάντασμα! χαριτωμένε μου Άριελ, αγροίκα εις το αυτί. ΑΡΙΕΛ. Κύριέ μου, θέλει γένη. ΠΡΟΣΠ. Ε! συ, φαρμακερέ αχρείε, γεννημένε από τον ίδιο Πειρασμό με την πονηρή μάννα σου, έβγα όξω! ΚΑΛΙΜΠ. Όση ποτέ κακή δροσιά η μάννα μου ερράντισε με κοράκου φτερό μέσ' από θανάσιμη λίμνη, απάνου σας να στάξη! Πύρινη νοτιά να φυσήση κατά σας, να σας καταπληγώση!

Δεν είναι και δική μου, είπε ψυχρά ο Ποκοκουράντης: με κάνανε άλλοτες να πιστεύω, πως ευχαριστιόμουνα διαβάζοντάς τον· αλλ' αυτή η συνεχής επανάληψη μαχών, που όλες μοιάζουν αναμεταξύ τους, αυτοί οι θεοί που ενεργούνε πάντα, χωρίς να κάμνουνε τίποτε το οριστικό, αυτή η Ελένη, που είναι η αιτία του πολέμου και που μόλις εμφανίζεται στο έργο· αυτή η Τροία, που την πολιορκούνε και δεν την κυριεύουνε ποτέ· όλ' αυτά μου προξενούσανε την πιο θανάσιμη πλήξη.

Καθώς όταν ψοφήμι πεταχτή σε κατοικημένα λημέρια, κι αρχίζη ώρα με την ώρα και φορτώνεται ο αέρας θανάσιμη βώχα, έτσι και στο χωριό μας το ήμερο, το γελαστό, το καθάριο, μια και τούχυσε στάλα η λυσσασμένη η μαζώχτρα από τα σπλάγχνα της, λες κι άνεμος φύσηξε και μετάδωκε το μόλυσμα από δρόμο σε δρόμο, από σπίτι σε σπίτι, από στόμα σ' αυτί.

Να το ήξερες, καϋμένη μάνα και ν' άναβες ένα κερί στον Αϊνικόλα! εσκέφθηκα. Τρέχω να εύρω τον δρόμο του αστραπόβολου, γυρίζω στα κατάστρωμα, πασπατεύω εδώ, ψαχουλεύω εκεί· τίποτα δεν βλέπω. Οι ναύτες ολόγυρά μου με τα χάλκινα σκεύη νεκρά τόρα στα χέρια τους, πανιασμένοι εγύριζαν αρκουδίζοντας, έπιαναν τα σανίδια, εψηλαφούσαν τις κουπαστές με αγωνία θανάσιμη.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν