Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025


Αλλ' ενώ ούτοι κατέβαιναν από καιρού εις καιρόν εις το χωριό, διά να εκκλησιάζονται και μεταλαμβάνουν, ο Μανώλης ουδέ την ανάγκην ταύτην ησθάνετο. Από την θρησκείαν διετήρει μίαν ιδέαν στοιχειώδη και αμυδράν.

Και ενώπιον της συζυγικής καλωσύνης, ησθάνετο τας παρειάς της φλεγομένας! Η κρίσις έφθασεν εις σημείον οξύτατον. Ο Φωκίων είνε επιτακτικός, ενώ συγχρόνως ικετεύει.

Αλλ' επί σοι δη φάρμακ' απ' αυτών λυγρά τέτυκται, ως μήτ' εισαΐοις μήτ' εισοράοις α ποιούσιν• ευρήσεις δε κάτω υπό σω λέχει αγχόθι τοίχου προς κεφαλής• και ση θεράπαινα σύνοιδε Καλυψώ . Ποίος, και Δημόκριτος ο φιλόσοφος εάν ήτο, δεν θα εταράσσετο ακούων ονόματα και τόπους ακριβώς αναφερομένους,και ποίαν περιφρόνησιν θα ησθάνετο κατόπιν όταν θα ενόει το ψεύδος;

Βλέπουσα κύπτον επ' αυτήν εις το γλυκύ φως το πρόσωπον του Βινικίου, εφαντάσθη ότι δεν ευρίσκετο πλέον εις τον κόσμον τον εδώ. Αφού δεν ησθάνετο κανένα πόνον, εμειδίασεν εις τον Βινίκιον και ηθέλησε να ζητήση πληροφορίας, αλλά τα χείλη της εξέφεραν ψίθυρον σχεδόν ακατάληπτον, εις το οποίον ο Βινίκιος διέκρινε μόνον το όνομά του.

Δεν ενεθυμείτο ούτε πώς ήλθεν, ούτε ησθάνετο τον κόπον της οδοιπορίας. Είνε αληθές ότι ο Θευδάς ενεφανίσθη αιφνιδίως εις αυτόν την πρωίαν, και τω είπεν ότι τον ζητεί η Αϊμά, ουδέν άλλο. Ο Μάχτος καταλιπών το εργαστήριον, την σφύραν, τον άκμονα, την πυράγραν και τους φυσητήρας, εξεζώσθη την δερματίνην ποδιάν, ην εφόρει, και ηκολούθησε τον Θευδάν, ή μάλλον προεπορεύθη αυτού.

Δώσε μου το χέρι σουείπε η κόρη, «θα σε βοηθήσω εις την ανάβασιν»· και ο Ρούντυ ησθάνετο να εγγίζεται από παγωμένα δάκτυλα

Και ο Μανώλης εγέλα με την ανοησίαν ή την δυστυχίαν του ζωοκλέπτου. «Όχι, μωρέ κουζουλέτου εφώναζε. — Όχι μωρέ κουζουλέ, εφώναζε και ο πάντοτε αδιόρθωτος Θοδωρής. Και ούτω δεν ησθάνετό ποτε μόνωσιν ο Μανώλης και ήτο πάντοτε ευχαριστημένος με την ζωήν του. Αλλ' έπειτα συνέβη μία μεταβολή. Πρώτον ο Μανώλης εμεγάλωσεν.

Αληθώς, ο Μανώλης την τρικυμίαν πολλάκις την περιεφρόνησεν, αλλ' αυτήν την φοράν ησθάνετο κάποιαν αόριστον αδιαθεσίαν. Έχωσε τα χέρια του εις της τσέπες του και διελογίζετο ως μετανοημένος εργάτης. Ο πνευματικός τού είπε να μη δουλέψη την ημέραν της Παραμονής, αφού μάλιστα η χιών διέκοψε πάσαν εργασίαν. Ήτο Παραμονή των Χριστουγέννων.

Ησθάνετο δε παράδοξον θάρρος, όπως εκχύση εις τον χάρτην μέρος του υπερχειλούς αισθήματος, όπερ κατέκλυζε την καρδίαν του. Και ταύτα μεν καλώς, αλλά πώς να γράψη, αφού δεν εγίνωσκε γράμματα; Ήλπιζε να συναντήση αγαθόν τινα άνθρωπον, εις ον να υπαγορεύση τα αισθήματά του. Ότε εισήλθεν εις το παράπηγμα του Κατούνα, ήτο μεστός της ιδέας ταύτης.

Ανεσηκώθη και ησθάνετο μέγαν σπαραγμόν, αλλά συγχρόνως και καλλιτέραν σωματικήν άνεσιν. Ο σύντομος εκείνος ύπνος είχεν εξαλείψει παρ' αυτή το νευροπαθές και το ανήσυχον. Εψηλάφησεν, εύρε τα σπίρτα, ήναψε το κηρίον, επήρε το ραβδί της, το καλάθι της, έβαλε μέσα εις αυτό και τας εμβάδας της, και ανυπόδυτη, με της κάλτσες, εκίνησε να φύγη.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν