Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025


Δεν απέκαμνεν όμως η Σμάλτω να παρατηρή, κατεχομένη όλη υπό της επιθυμίας· ησθάνετο εντός αυτής κάτι όπερ εκινείτο ν' αναταθή διά να ορθώση το σώμα της. Αλλά συνεκράτει εαυτήν ακόμη, αναγκαζομένη υπό εντροπής τινος και φόβου, μήπως φωραθή κατασκοπεύουσα.

Επειδή σπανιώτατα εύρεν εν τω βίω της ανθρώπους προς ους να ευγνωμονή, υπελάμβανεν ότι προς τον πρώτον τυχόν παρουσιασθέντα δεν έπρεπε να φείδηται της ευγνωμοσύνης της. Ησθάνετο λοιπόν τύψεις, και κατέκρινεν ενδομύχως την ιδίαν αυτής διαγωγήν. Αναπαρίστα εν τη μνήμη την εναγώνιον εκείνην σκηνήν. Ο απαγωγεύς αυτής εφαίνετο υψηλός και ρωμαλέος.

Της ήρχετο να κλαύση, της ήρχετο να γελάση· ούτε να πράξη τι ούτε να συλλογισθή ήτο εις θέσιν πλέον. Ησθάνετο κλονισμόν καθ' όλα αυτής τα μέλη κ' έμενεν εκεί, εντελώς άτονος, εντελώς ανήκουσα εις του αυλητού μάλλον τας ορέξεις ή εις τας ιδίας της δυνάμεις. — Πάψε πια! ήρθρωσε τέλος βαρύθυμος. Κ' έτεινε την χείρα προς το στόμα του βοσκού, διά να του αποσπάση την φλογέραν.

Ούτος ήκουε προσεκτικώς, επιδοκιμάζων ενίοτε και συγκεντρών την προσοχήν του. Ακολούθως επήνει ή επέκρινεν, απαιτών διορθώσεις, ή ζητών όπως μερικοί στίχοι περισσότερον φιλοτεχνηθώσιν. Ο Νέρων ησθάνετο ότι ο Πετρώνιος ήτο ο μόνος, όστις ησχολείτο με την ποίησιν χάριν αυτής ταύτης και ότι ήτο ο μόνος ικανός να κρίνη.

Καίτοι ο Βινίκιος εθλίβη, διότι ο Πέτρος, προς τον οποίον ησθάνετο τόσην ευγνωμοσύνην, δεν ηδύνατο να έλθη μετ' αυτού, ηυχαρίστησεν εγκαρδίως, έπειτα δε εστράφη προς τον γηραιόν απόστολον διά να τω απευθύνη μίαν τελευταίαν αίτησιν.

Δεν είμαι για κόσμο πλεια! επανελάμβανε περιφερόμενος εντός του μαγαζείου του, δεν είμαι για κόσμο! Αλλά κατεκοκκίνησεν από εντροπήν και μόνον διότι εσκέφθη να προβή εις το διάβημα τούτο, όπερ θα τον εξηυτέλιζεν ολοτελώς εν μέσω του χωρίου. Εκτός όμως της εντροπής, ησθάνετο και ανέκφραστόν τινα συμπάθειαν προς την χρυσήν εκείνην άλυσιν, την ηγάπα, ως αγαπά φιλάργυρος το χρυσίον.

Θα υπελάμβανε δε, ότι και ο ύπνος της και το όνειρόν της εξηκολούθουν εισέτι, αν δεν ησθάνετο τους οφθαλμούς της ανοικτούς, αν διά των άλλων αυτής αισθήσεων δεν αντελαμβάνετο, ότι η θέσις της μετεβλήθη, ότι δεν ευρίσκετο πλέον εν υπαίθρω, ουδέ κατέκειτο επί βράχων.

Αίφνης ο Παγώνας, ίσως διότι ησθάνετο κρύος και ήθελε να ζεσταθή, ίσως και διά να παρηγορήση κάπως την θεια-Συνοδιά, την οποίαν έβλεπε λυπημένην και ανησυχούσαν διά τον γαμβρόν της, ήρχισε πάλιν να τραγουδή τον προσφιλές άσμα του: Τζιμ, τζιμ, τζιμ, τζιμ, παγώνα μου! έλα κοντά στο γόνα μου . . .

Ο Ρούντυ, ο οποίος άλλοτε ήτο πάντοτε τολμηρός, ζωηρός και χωρίς συστολήν, εδώ δεν ησθάνετο τον εαυτόν του και τόσον εν ανέσει. Εκινείτο σαν να επατούσε επάνω σε ρεβίθια επί ολισθηρού εδάφους. Πώς περνούσε ο καιρός αργά, πώς περνούσε φρικτά, σαν να ευρίσκετο εις ανθρωποκίνητον Μύλον! Ήθελαν και να περιπατήσουν τώρα. Αλλά και αυτό έγινε με πολλήν νωθρότητα και με πολλήν ανίαν.

Εκάθισαν εις άλλο μέρος, όπου εσχηματίζετο κοίλωμα μεταξύ των βράχων. Η περίστασις αύτη ήτο ευνοϊκή προς τους σκοπούς του Μάχτου, διότι ηδύνατο να κρυβή όπισθεν και ν' ακούη ανέτως τι έλεγον. Την δευτέραν ταύτην φοράν δεν ησθάνετο πλέον τόσον σφοδρούς τους παλμούς της καρδίας, όσον την πρώτην. Οι δύο ηρμοσμένοι φίλοι ωμίλουν λίαν σιγά. Τούτο ηύξησε την περιέργειαν του νέου.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν