Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Ώστε η ψυχή είναι καθώς η χειρ. Και διά τούτο η ψυχή, εάν δεν ησθάνετο, ουδέν απολύτως ήθελε μάθει ή εννοήσει• και όταν θεωρή τι, ανάγκη είναι να θεωρή και εικόνα τινά της φαντασίας. Διότι αι εικόνες είναι είδος αισθημάτων, αλλ' άνευ ύλης. Είναι δε η φαντασία διάφορος από την κατάφασιν και την άρνησιν διότι μία συμπλοκή εννοιών εις κρίσιν είναι το αληθές και το ψεύδος.

Ήτο δε τοσούτω φοβερώτερος ο κίνδυνος ούτος, όσω η Αϊμά, ως πάντες, ηγνόει ποίοι τινες ήσαν οι αγορασταί και τις ο σκοπός των. Όσον διά τον Πρωτόγυφτον, ούτος εκάθητο ήσυχος εγγύς αυτής, και ουδ' υποπτεύων υπό ποίων λογισμών κατείχετο η νέα. Δεν ησθάνετο την ανάγκην του ν' απολογηθή προς την Αϊμάν, αλλά τη έλεγεν ηρέμα·

Ακούς, τι άκουσα να λένε, πως η γρηά η Γκότσαινα, πούνε μάγισσα... — Ξωρκισμένη νάνε, παιδί μου, υπέλαβεν η Αρχόντω! — Μα ακούς, μάνα ... επανέλαβεν η κόρη, επειδή, αφού άπαξ ήρχισεν, ησθάνετο την τόλμην να εξακολουθήση. — Δεν ακούω τίποτα, είπεν αυστηρώς η Αρχόντω. Η κόρη «εποδαιώθη», κ' εσιώπησε.

Άλλοτε, εις τας συνηθείας της ζωής του και εις τα αισθήματά του, εδεικνύετο τυφλός και αυστηρός εγωιστής, σήμερον εσκέπτετο και αυτήν. Έπαυσε μετ' ολίγον να τρώγη και μ' όλον ότι ησθάνετο χαράν μεγίστην να την βλέπη και να την αισθάνεται πλησίον του, είπεν. — Αρκεί· ύπαγε να κοιμηθής, θεσπεσία μου. — Μη με ονομάζης ούτω, απήντησεν εκείνη· δεν είναι πρέπον να σε ακούω να μου ομιλής τοιουτοτρόπως.

Ουδέποτε προτήτερα είχεν ασθενήσει, αλλά τώρα είχε το αίσθημα τοιαύτης καταστάσεως· ήτο κουρασμένος· ησθάνετο επιθυμίαν να κατακλιθή, πόθον να κοιμηθή, παντού όμως έπεφτε βροχή· προσεπάθησε να συνέλθη, έτρεμον και εχόρευον τα αντικείμενα εμπρός εις τα μάτια του με παράδοξον τρόπον.

Το όλον της εφαίνετο ως όνειρον. Μόνον έσφιγγε τους οδόντας και ηπόρει πώς δεν ησθάνετο ακόμη πόνον. Αλλά μετ' ολίγα δευτερόλεπτα, ησθάνθη οξείαν αλγηδόνα. Την ιδίαν στιγμήν, η θύρα εβυθίσθη προς τα έσω. Ο είς χωροφύλαξ εισεπήδησε μετά κρότου εις το πάτωμα. Η Αμέρσα δεν ανεσήκωσε την κεφαλήν, έκυπτε και ήτο τυλιγμένη έως την μύτην εις το πάπλωμα.

Αν κόκκον και μόνον συμπαθείας ησθάνετο η τρυφερά σου καρδία προς την δυστυχή Αθηναίαν, ήτις κατ' αυτήν την ευδαίμονα των Αθηνών εποχήν ψήνεται αλληλοδιαδόχως από τον καύσωνα και πασπαλόνεται από τον κονιορτόν, δεν θα της περιέγραφες με τόσην θριαμβευτικήν ευχαρίστησιν τας λεπτομερείας του θελκτικού σου ταξειδίου από την Μείζονα Λίμνην εις την Λίμνην της Λυκέρνης.

Πλην δεν είχεν εισέτι ανακαλύψει το μέσον, διά του οποίου θα απεμάκρυνε τον Καπετάνιον, χωρίς να κινδυνεύση να χάση την τόσον καλήν προστασίαν του. Υπόνοιαν είχε συλλάβει ότι ο Καπετάνιος, άνθρωπος ιδιόρρυθυμος, ησθάνετο μεγάλην ψυχικήν ανακούφισιν να διανυκτερεύη εν τω Βυζαντινώ υπογείω των, ιδίως την νύκτα του Μεγάλου Σαββάτου.

Ούτω απηλλάσσετο και από τας επιπόνους εργασίας εις τας οποίας τον υπέβαλλεν ο πατέρας του και έμενεν ελεύθερος εις τας παρορμήσεις της τρέλλας ήτις εκυκλοφόρει, με το υπέρθερμον αίμα, εις τας φλέβας του. Η χαρά δε την οποίαν ησθάνετο φανταζόμενος τον ελεύθερον εκείνον και αχαλίνωτον βίον εμετρίασε και την πικρίαν την οποίαν αφήκαν εις την ψυχήν του οι απελπιστικοί λόγοι της χήρας.

Εκεί μόνον ησθάνετο πλέον κάποιαν αναψυχήν, και επραΰνετο το σκυθρωπόν του πρόσωπον.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν