Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Και το μεν πρώτον ησθάνετο τώρα ότι ήτο ασήμαντον· ολίγα σκάγια του είχαν μόλις διατρυπήση το δέρμα· το δεύτερον όμως τον είχε πληγώση βαθύτατα. Και εις τον αποσβολωμόν τον οποίον του επροξένησεν ωφείλετο κατά μέγα μέρος και η κτηνώδης δειλία την οποίαν έδειξε και διά την οποίαν τώρα του εφαίνετο ότι είχεν εκμηδενισθή.

Ωσάν σφυρί εκτυπούσε η καρδιά του Αντωνέλλου. Εκινείτο επί του καθίσματός του, δεξιά και αριστερά· δεν ήξευρε τι να πη και με προθυμίαν θα ετρέπετο εις φυγήν, αν εμπορούσε. Ο Καραγιάννης εξηκολούθησε. — Εμείς είμαστε σαν αδέρφια· γιατί να βάνωμε ξένους στα μυστικά μας; Ο Αντωνέλλος ησθάνετο ότι ίδρωνε.

Αλλ' όμως πώς ηδύνατο, γενόμενος ιερεύς, να αποφύγη εφεξής της αποσυνθέσεως την επαφήν; Ησθάνετο ότι δεν ήτο δυνατόν να εξοικειωθή προς το απαίσιον θέαμα.

Ιδιαιτέραν δε ευχαρίστησιν ησθάνετο να αναγινώσκη τον Χρονογράφον, ένθα περιείχετο με τόσην θαυμαστήν χάριν η Ιστορία όλη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με πάσαν λεπτομέρειαν.

Η έλλειψις του βοσκού ήδη εφυγάδευσε την δειλίαν και τον φόβον, τον οποίον ησθάνετο πριν χωρίς να γνωρίζη την αιτίαν. Εύρισκε μάλιστα, εκ της επιθυμίας της ωθουμένη, πολύ γελοίαν εαυτήν διότι εφοβείτο την συνάντησίν της μετά του βοσκού.

Ο Χρήστος ησθάνετο τας δυνάμεις του εκλειπούσας και ήρχιζε ν' απελπίζεται, ότε έξαφνα ακούει μακρόθεν μίαν φωνήν, την φωνήν του Γερομήτρου. — Βάστα, Χρήστε, έφθασα! Τα πρόβατα του Χρήστου φεύγοντα είχον φθάσει μέχρι της καλύβης του Γερομήτρου. Εκπλαγείς ο γέρων ήνοιξε την θύραν του και είδε μακρόθεν τον Χρήστον παλαίοντα με το θηρίον.

Προσκυνούσαν η μπροσθιναίς, προσκυνούσαν και η 'πισιναίς. Έσκυφταν η μπροσθιναίς, έσκυφταν και η 'πισιναίς. Η κυρά-Μανωλάκαινα εκ της ιεράς λειτουργίας ήξευρε μόνον πότε λιβανίζει ο παπάς και πότε βγαγγελίζει. Το λιβάνισμα ησθάνετο εκ του ζωηρού κωδωνίσματος του θυμιατηρίου, το βγαγγέλισμα ήκουεν εκ της γινομένης ησυχίας και απολύτου σιωπής.

Ο χιτών του ήρχισε να καίεται εις πολλά μέρη, αλλά δεν επρόσεχεν εις τούτο και εξηκολούθει τον δρόμον του. Εις το στόμα ησθάνετο γεύσιν καπνού και αιθάλης, ο λαιμός του και οι πνεύμονες του κατεκαίοντο. Το αίμα συνέρρεεν εις την κεφαλήν του και από στιγμής εις στιγμήν τα πάντα τω εφαίνοντο κόκκινα, και αυτός μάλιστα ο καπνός.

Όταν τον έβλεπεν ο Γιάννης, τότε ησθάνετο άκραν ευθυμίαν, κ' ενετρύφα εις την θέαν του. Ο Ιωακείμ ίστατο εις την άλλην γωνίαν του Τέμπλου δεξιά και συνήθως του έδιδον οι ψάλται να διαβάση το ψαλτήρι. Ο Γιάννης δεν εχόρταινε να τον κυττάζη, κ' εγέλα, εγέλα με ηδονήν άρρητον. Και όταν δεν ήτο πανηγύρι ο Γιάννης με το γαϊδουράκι έτρεχε συνήθως εις την εξοχήν.

Και απεμακρύνθη εσπευσμένως. Αντηλλάγησαν επιστολαί τίνες. Αι του Φωκίωνος εδείκνυον το πυρ που τον έτρωγε, αι της Αρσινόης, αίσθημα αναγεννώμενον Φευ! ήτο το πρώτον της Αρσινόης ολίσθημα . . . Ησθάνετο ότι παρεσύρετο, ότι ελιποψύχει και ήρχοντο στιγμαί καθ' ας έκλαιεν από εντροπήν.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν