United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το ναυτόπουλο άναψε τα φανάρια στη θέσι τους· ο καπετάνιος εκατέβηκε να κοιμηθή· ο Μπούλμπερης έκατσε στο τιμόνι· ο Μπραχάμης ο σκύλος μας εκουλουριάσθηκε στη ρίζα του αργάτη ν' αναπαυθή κ' εκείνος. Εγώ ούτε ν' αναπαυθώ ημπορούσα. Ούτε ύπνοούτε ξύπνο. Εδοκίμασα να πιάσω κουβέντα με τον τιμονιέρη· μα είχε τόσην ανοστιά που έσβυσεν ευθύς σαν φωτιά αναμμένη με χλωρόξυλα.

ΜΑΚΒΕΘ Ο ένας είπε: Βοήθειά μου ο Θεός! κ' είπε «Αμήν» ο άλλος, ωσάν να μ' έβλεπαν μ' αυτά τα φονικά τα χέρια! Τους ήκουα που 'τρόμαζαν, αλλά δεν ημπορούσα να 'πώ «Αμήν», που έλεγαν «Θεέ, βοήθειά μας», ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Άφες τα τούτα! ΜΑΚΒΕΘ Διατί κ' εγώ δεν ημπορούσα να το προφέρω το Αμήν; Είχα πολλήν ανάγκην από την χάριν του Θεού, και όμως εκολνούσετον λάρυγγά μου το Αμήν!

Και φαίνεται ότι φρόνιμος είναι όστις γνωρίζει τα ατομικά του, και φροντίζει διά το άτομόν του, ενώ οι πολιτικοί φαίνονται πολυπράγμονες. Διά τούτο λέγει ο Ευριπίδης : Πού φρόνιμος; ενώ ημπορούσα ήσυχα να είμαι ένας μέσα εις όλον τον στρατόν να κάμνω την δουλειά μου; Μα όσοι μεγαλοπιάνονται....... Διότι οι τοιούτοι επιδιώκουν το ατομικόν των συμφέρον, και αυτό νομίζουν ότι πρέπει να εκτελούν.

Δεν ημπορούσα να ενθυμηθώ την στιγμήν που έπεσα εις τον λήθαργον, ούτε το μέρος όπου ευρισκόμην. Ενώ έμενα ακίνητος, και προσπαθούσα να τακτοποιήσω τας σκέψεις μου, το ψυχρό χέρι έπιασε τραχύτατα την παλάμην μου και την έσεισε με ανυπομονησίαν. Και η τραυλή φωνή επανέλαβε : — Σήκω! Δεν σου είπα να σηκωθής; — Και ποίος είσαι; ηρώτησα.

Και όμως, αν ήσαν δύσκολα, βεβαίως δεν θα ημπορούσα να σας τα εξηγήσω, αφού είμαι τόσον γέρων και είσθε και σεις τόσον γέροντες. Λέγεις την αλήθειαν. Αλλά ποίον να είναι αυτό το μάθημα, το οποίον θεωρείς θαυμάσιον, αλλά πάλιν αρμόδιον διά να το μάθουν οι νέοι, και τo οποίον ημείς δεν το γνωρίζομεν; Προσπάθησε να μας εξηγηθής ως προς τούτο τουλάχιστον καθαρά. Ας προσπαθήσω.

Δεν θα ημπορούσα να είπω πώς κατά πρώτον η ιδέα εισεχώρησεν εις τον εγκέφαλόν μου· αλλ' αφ' ότου την συνέλαβα, με συνεκλόνισεν ημέρα και νύκτα. Αιτία δεν υπήρχε. Το πάθος δεν συνέβαλεν εις τίποτε. Αγαπούσα αυτόν τον γέροντα. Ποτέ δεν μου έκαμε κακόν. Ποτέ δεν με προσέβαλε. Το χρυσάφι του; Ποτέ μου δεν το εφθόνησα. Νομίζω, ότι επρόκειτο διά το μάτι του! Μάλιστα δι' αυτό!

Αγαπώμενος από την βασιλοπούλαν, και φανταζόμενος μίαν ακριβήν ενθύμησιν, διά τα όσα αυτή μου έταξεν, εδόθηκα εις άκραν αγαλλίασιν τες ακόλουθες ημέρες, και τότε αληθώς ημπορούσα να λογισθώ ότι ήμουν ο πλέον ευτυχής άνθρωπος του κόσμου, και δεν έβλεπα την ώραν πότε να μεταϊδώ την αγαπημένην μου Τζελίκαν· και εις καιρόν που είχα αυτήν την επιθυμίαν, ακούω να λέγουν ότι η Τζελίκα ήτον άρρωστη, και ύστερα από δύο ημέρες απέθανεν.

Η μικρή Μοσχούλα ήρχισεν αίφνης να βελάζη!. . . Ω, αυτό δεν το είχα προβλέψει. Ημπορούσα να σιωπώ εγώ, αλλά δυστυχώς δεν ήτο εύκολον να επιβάλω σιωπήν εις την αίγα μου.

Εάν ημπορούσα μόνον να τους εξετάσω ήσυχα, θα ημπορούσα να σας είπω ποίοι ήσαν!

Δεν είναι εύκολον βεβαίως να μάθη κανείς αυτό που λέγω, ούτε και εντελώς δύσκολον, ούτε και απαιτεί παρά πολύν καιρόν. Απόδειξις δε είναι το εξής: Εγώ περί αυτών δεν είχα ακούσει, ούτε όταν ήμην νέος, ούτε προ πολλών ετών, και εν τούτοις θα ημπορούσα να σας τα εξηγήσω όχι εις πολύν καιρόν.