Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025


Μας φαινότανε πως ενώ εμείς δε γνωρίζαμε τίποτε, πως ενώ ζούσαμε τη ζωή μας και φανταζόμαστε πως είμαστε ευτυχισμένοι, εδώ έξω στο νησάκι καιγότανε και χανόταν κάτι από κείνον το θησαυρό της ζωής, που είχαμε μαζέψει και τονέ νομίζαμε καλά φυλαγμένον. Η Έλσα είχε το συναίστημα πως σ' αυτήν την πυρκαϊά έχασε κείνη περσότερα από τους δυο γέρους.

Είταν αυτό, το δεύτερο πραξικόπημα της κάπως ταχυδαχτυλουργικής ευφυίας της πολύτροπης αυτής κορυφής τότε μέσα στη φιλολογία μας· το πρώτο είτανε το βραβείο που έδωκε στον «Αρματωλό», ενός άλλου Γιώργη, στα 1862, ενός Βουλγάρου που άκουγε στόνομα το ελληνικό Σταυρίδης. Μα τον καιρό που ζούσαμε, ο φίλος μου κ' εγώ, δεν ψιλολογούσαμε τα πράγματα. Το άκουσμα του Βιζυηνού μου καρφώθηκε στη σκέψη.

Μ' άλλους λόγους, τους πέντ' έξη αιώνες που η Ευρώπη σιγοξυπνούσε και προετοιμαζότανε για τα σημερνά ας τα πούμε φώτα, εμείς που στους πιο προτερινούς αιώνες ζούσαμε και βασιλεύαμε, τώρα κοιτούμαστε λαβωμένοι, αποσταμένοι, αποναρκωμένοι.

Κοίταξε, πώς με τον καιρό γίνουνται, κι ως τόσο παρατηρούνται, τα θάματα που μέσα σε παραμύθι της Χαλιμάς ένα τελώνιο όταν τα κρυφοπλέκη, απίστευτα φαίνουνται, και λέμε πως αλήθεια να είταν, σε παράξενο κόσμο θα ζούσαμε! Τι μεγαλήτερο θάμ' από τούτο, μόνο που πήρ' αιώνες να σκαρωθή, κι όχι μια στιγμή.

Ήσουν το μόνο τους παιδί, κ' ελπίδα πια δεν είχαν, αν και εσύ τους πέθαινες, άλλο παιδί να κάμουν. Κ' έτσι εμείς θα ζούσαμε όσω μας μένει ακόμα και συ δεν θα με έχανες, η ώρα μου πριν έρθη, κι' αυτά δεν θα ωρφάνευαν. Μα όλα ήταν γραμμένα και ήταν θέλημα θεού ό,τι έγινε να γίνη. Ας είναι όμως.

Το πολύ να πω πως δεν υπόφερε το σπίτι μας από μεγάλο κακό, δεν ήρθε κανένας σεισμός να το πλακώση, κανένας δανειστής να βουλώση τις πόρτες του, δεν ήρθε πια κι ο χάρος να το ρημάξη. Τι θέλαμε άλλο; Τώρα που είτανε χήρα, τύλιξε η δύστυχη η μάννα μου το κεφάλι της με τη μαύρη τη μαγουλίκα, δούλευε στον αργαλειό, κ' έτσι ζούσαμε.

Ωστόσο εκείνα που μου είπε για την αγάπη της σε μας αρχίσανε λίγο λίγο να διώχνουνε μέσα στη σκέψη μου όλα τάλλα, που μαρτυρούσανε τον πόθο να πεθάνη, έναν πόθο που της είχε καταντήσει σχεδόν απόφαση. Την έβλεπα ναγωνίζεται μεταξύ εκείνου, που αιστανότανε για μας τους τρεις, που ζούσαμε ακόμα, και του θολού πόθου, που την έσερνε σε κείνον που χάθηκε.

Το είπε αυτό όχι νοσηρά όπως πρωτήτερα, όχι με κείνον το σχεδόν εχτρικόν τόνο, που μεταχειριζότανε όταν πίστευε πως εμείς που ζούσαμε την εμποδίζαμε νανήκη σε κείνον που είτανε νεκρός. Το είπε απαλά κ' ήρεμα και σχεδόν ευτυχισμένα, με μιαν έκφραση σα ναποχαιρετούσε κάτι περασμένο, που δε θα ξαναγύριζε ποτέ.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν