United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ομολογώ ότι η έμπνευσις αύτη ήτο του πείσματος, όπερ μ' εκυρίευσεν, ηττηθείσαν υπό του ξένου, διότι άλλως δεν εφαίνετο ούτος έχων κακούς σκοπούς. Εν τούτοις δεν ενέδωκα εις την ορμήν ταύτην του πάθους, και υπέμεινα. — Είνε πολλαί ημέραι, αφότου είνε εις τας χείρας σου αυτή η μικρά; με ηρώτησεν ο άγνωστος. Τότε ευρέθην εις νέαν αδημονίαν.

Ταύτα πάντα έγειναν διά μιας, τοσούτον ταχέως, τοσούτον απροσδοκήτως, ώστε ήμην ως ζαλισμένος, ότε ευρέθην εντός της φυλακής. Δεν ήξευρα τι μου γίνεται.

Εστάθην ακίνητος παρά τον τοίχον, προσέχων μη ηκούσθη του πηδήματός μου ο κρότος. Σιωπή περί εμέ άκρα. Ούτε σκύλου γαύγισμα, ούτε φωνή ανθρώπου. Ολίγα βήματα με εχώριζον από την κατοικίαν του κηπουρού. Η θύρα ήτο κλειστή, αλλ' έστρεψα τον μάνδαλον και ευρέθην εντός της καλύβης.

Μετ' ολίγην ώραν ευρέθην εδώ. Και το καπέλλον εξηκολούθησεν: — Ιδού, ω Διαβάτα, η μαύρη ιστορία μου, — ή μάλλον η ξεθωριασμένη ιστορία μου, διότι η ιστορία των καπέλλων είνε εντελώς αντίθετος από την ιστορίαν των ανθρώπων· όσω πλειότερον μαύρη είνε, τόσω και ευτυχεστέρα. Και το δυστυχές Καπέλλον συνεπλήρωσε την λευκήν ιστορίαν του δι' ενός στεναγμού.

Ότι πρέπει να είναι κανείς χονδρός διά να κάνη φάρσας, ή ότι να υπάρχη ίσως ωρισμένον το πάχος, το οποίον και μόνον διαθέτει διά την φάρσαν, ποτέ δεν ευρέθην εις κατάστασιν να το λύσω· αλλ' είναι πλέον ή βέβαιον ότι ένας λεπτοκαμωμένος farceur είναι ένα rara avis in terris. Δι' ό,τι ανήκει εις τας λεπτάς υποχρεώσεις του κωμικού ο βασιλεύς δεν είχε καμμίαν σκοτούραν.

Χωρίς εντελώς να κοιμώμαι, ήρχιζον ήδη αι σκέψεις μου να λαμβάνωσιν ονείρων μορφήν, ότε εξαίφνης ακούω ήχον βαρύν σώματος πίπτοντος εντός της θαλάσσης και τρόμου συγχρόνως κραυγάς : ― Έπεσε εις την θάλασσαν ! Έπεσε εις την θάλασσαν! Ευρέθην διά μιας εις την πρύμνην. Η Ανδριάνα δεν ήτο εις την θέσιν της.

Ποίων; Των Γύφτων; — Ναι. — Και πού στηρίζεσαι, διά να συμπεραίνης τούτο; — Αλλά..., είπεν ενδοιάζουσα η Αϊμά, δεν ενθυμούμαι κ' εγώ ουδέ το πιστεύω με βεβαιότητα. Ως όνειρον έρχεται εις την ενθύμησίν μου, ότι μίαν ημέραν ήμουν εις τον δρόμον, και δεν είχα ούτε πατέρα, ούτε μητέρα. Την άλλην ημέραν ευρέθην έξαφνα εις την καλύβην των ανθρώπων αυτών. — Ιδού οπού ενθυμείσαι. Και τι άλλο ακόμη;

Αλλ' όμως υπάρχουν και άλλοι, Φαίδων, οι όποιοι αισθάνονται την αυτήν ευχαρίστησιν, εκείνοι τουλάχιστον, οι οποίοι θα σε ακούσουν να ομιλής δι' αυτόν· αλλά προσπάθησε, όπως ημπορέσης, να τα διηγηθής όλα με όλην την ακρίβειαν. Φαίδων. Και όμως εγώ, μα την αλήθειαν, ο οποίος ευρέθην παρών, εδοκίμασα παράξενον εντύπωσιν.

Εγνώριζα κάλλιστα τας οδούς της Σμύρνης, αλλ' οποίας οδούς διηρχόμην δεν έβλεπα, ουδέ τώρα ενθυμούμαι. Ενθυμούμαι μόνον, ότι εις μίαν του δρόμου στροφήν είδα του Χανίου μας την θύραν αντικρύ μου και την ανεγνώρισα. Ήτο ημίκλειστος. Δεν γνωρίζω πώς ευρέθην εντός του Χανίου, εις το δωμάτιόν μου, πλησίον του πατρός μου. Όλα ταύτα έμειναν συγκεχυμένα εις την μνήμην μου.

Ένα κύμα θηρίο μας αρπάζει μαζί με το καράβι. Ο κρότος μου εφάνη σαν βροντή. Εγώ επρόφθασα να είπω μόνον «Άγιε Νικόλαε»· και ευρέθην μακρυάτο πέλαγος κρατών ένα μεγάλο ξύλο. Οι άλλοι έπεσαν στο βράχο. Εχάθηκαν. Έμεινατο ξύλο μισοπεθαμένος μια νύχτα και μια μέρα, και τότε ένα βαπόρι που πήγαινε για το Βατούμ μ' επήρε και μ' έβγαλεν εκεί. Είχαν δίκαιον να γράψουν αι εφημερίδες πως επνίγηκα.