Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Κτύπος δεν ηκούσθη πλέον. Φωνή κλαυθμηρά, συριγμός βραχνός, ως ο του συρίζοντος βορρά, όστις κατά την αυτήν ώραν εις το παράθυρόν μου εμαίνετο, απήντησεν εις την ερώτησίν μου, και ρίγος καθ' ολόκληρον το σώμα μου ησθάνθην, και αι τρίχες της κεφαλής μου ωρθώθησαν, και εις τας φλέβας μου εσταμάτησε παγωμένον το αίμα.
Και κατά μεν την πρώτην ημέραν εκυρίευσε την Ποτιδανίαν, κατά δε την δευτέραν το Κροκύλειον, και κατά την τρίτην το Τείχιον. Εκεί εσταμάτησε και έπεμψε την λείαν εις το Ευπάλιον της Λοκρίδος, διότι εσκόπευε, μετά την καθυπόταξιν της χώρας, να επιστρέψη εις Ναύπακτον και να εκστρατεύση ακολούθως κατά των Οφιονέων, εάν ηρνούντο να υποταχθούν.
Πρώτον η ηλικία, την οποίαν είχε έκαστον ζώον, εσταμάτησε πρώτη από όλα, και έπαυσε παν θνητόν να γίνεται γεροντότερον κατά την μορφήν, αλλά ήρχισε πάλιν αντιθέτως να μεταβάλλεται και να γίνεται όπως ήτο νεώτερον και απαλώτερον.
Θα έκαμνε πως δεν τον είδε, και θα εκύταζε, &ντου-γρού, προς το άγιον βήμα, χωρίς να στραφή επί στιγμήν προς δυσμάς, ωσάν θεοφοβούμενος πού ήτον, ν' ακούση μετά προσοχής την λειτουργίαν του. Ήτο εν τω δικαίω του, ευρίσκετο εις το κατάμερόν του... Αλλ' ενταύθα ο Γιάννης ο Κούτρης επάγωσεν, ο παλμός εσταμάτησε προς στιγμήν. Δεν ευρίσκετο εις το κατάμερόν του!
Μία ωραία γέφυρα ήτο επί του ποταμού. Εις την μέσην της γέφυρας ο μικρός Κλώσος εσταμάτησε και είπε δυνατά διά να τον ακούση ο καλόγηρος. — Τι να το κάμω το κιβώτιον αυτό; Είναι βαρύ ωσάν να ήτο γεμάτον από πέτρας. Θα κουρασθώ να το σύρω ακόμη. Θα το ρίψω εις τον ποταμόν. Αν το ρεύμα μου το φέρη, καλά. Αν βουλήση, υπομονή!
Επειδή δε αι πόλεις αύται δεν υπετάσσοντο, εστράτευσεν ευθύς εναντίον της Χαλκιδικής Τορώνης, κατεχομένης υπό των Αθηναίων· είχε δε προσκληθή υπό ολίγων ανδρών ετοίμων να παραδώσουν εις αυτόν την πόλιν. Φθάσας δε ενώ ήτον ακόμη νυξ και περί τα εξημερώματα εσταμάτησε τον στρατόν πλησίον του ναού των Διοσκούρων, ο οποίος απέχει της πόλεως τρεις ολοκλήρους σταδίους.
Την αυτήν εσπέραν ο Βινίκιος επιστρέφων εις την οικίαν του, παρετήρησε καθ' οδόν το επίχρυσον φορείον του Πετρωνίου, βασταζόμενον υπό οκτώ Βιθυνών. Διά νεύματος τους εσταμάτησε και επλησίασεν εις τα παραπετάσματα. — Σου εύχομαι όνειρον γλυκύ και αίσιον! ανέκραξε γελών, εις την θέαν του Πετρωνίου κοιμωμένου. — Α! είσαι συ! είπεν ο Πετρώνιος. — Ναι! Ενύσταζα· διήλθον την νύκτα εις το Παλατίνον.
Όταν είχεν απομακρυνθή πεντήκοντα βήματα εσταμάτησε λέγων: Αλλά διατί δεν με εφόνευσαν άρα γε; Ούτε ο Βινίκιος ηδύνατο να κατανοήση το συμβάν, δεν ήτο ολιγώτερον κατάπληκτος από τον Χίλωνα.
Πάει και πέφτει ο βασιληάς 'ς της λυγερής τα πόδια — Πάψε, κόρη, τον αργαλειό, πάψε και το τραγούδι, Γιατ' απ' το βρόντο τ' αργαλειού κι' απ' τον γλυκό ηχό σου Ο ήλιος εσταμάτησε, δεν πάει να βασιλέψη, Και καταριέται η αργατειά κι' οι ξενοδουλευτάδες, Κ' ήρθαν μέσ' ς τα παλάτια μου και σκούζουν και φωνάζουν Ή να γιατρέψω το κακό, ή θα με θανατώσουν.
Το εσωτερικόν του σπιτιού ήτο κατασκότεινον αλλ' ο Μανώλης εγνώριζε τον υψηλόν σοφάν επί του οποίου εκοιμάτο η κόρη και επροχώρησε προς το μέρος εκείνο, προσπαθών να μη κάμη θόρυβον. Ψηλαφητί εύρε την μικράν κλίμακα του σοφά και ανέβη τας δύο ή τρεις βαθμίδας. Εσταμάτησε πάλιν. Από την ενώπιόν του κλίνην ανεδίδετο η αναπνοή ανθρώπου κοιμωμένου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν